ῥωποπώλης: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ropopolis | |Transliteration C=ropopolis | ||
|Beta Code=r(wpopw/lhs | |Beta Code=r(wpopw/lhs | ||
|Definition= | |Definition=ῥωποπώλου, ὁ, [[dealer in petty wares]], [[huckster]], [[LXX]] ''Ne.''3.31 (written ῥοβο-, [[varia lectio|v.l.]] ῥοπο-), Gal.12.252, al., prob. in ''Jahresh.''23 ''Beibl.''172 (Thrace); written ῥοπο-, Maiuri [[Nuova Silloge]] 634 (Cos). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0855.png Seite 855]] ὁ, der mit kleinen, kurzen Waaren handelt, bes. mit Flitterstaat, Tand, schlechtem Putz u. dgl., auch mit Salben, Farben u. a. Materialwaaren, akso übh. ein Kleinkrämer; Sp., wie Galen.; vgl. Schol. Ar. Plut. 17. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥωποπώλης''': -ου, ὁ, πωλητὴς ῥώπων [[ἤτοι]] μικρῶν καὶ ποικίλων πραγμάτων, [[μικρέμπορος]], πωλητὴς [[μεταβατικός]], Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 31), Γαλην.· - ῥωποπωλέω, πωλῶ ποικίλα μικρᾶς ἀξίας πράγματα, πωλῶ «ψιλικὰ» ὡς λέγομεν νῦν, ἴδε ἐν λέξ. ῥωπεύειν· ῥωποπωλεῖον, τό, [[κατάστημα]] ψιλικῶν, Γλωσσ. – Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ῥωποπώλης]]· ὁ ῥῶπον πωλῶν, ῥῶπον δὲ ἔλεγον τὸν [[λεπτὸν]] καὶ ποικίλον φόρτον». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ῥωποπώλης]], ΝΑ<br />[[πωλητής]] μικρών και ευτελών πραγμάτων, [[ψιλικατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῶπος]] «[[ψιλικά]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥωποπώλου, ὁ, dealer in petty wares, huckster, LXX Ne.3.31 (written ῥοβο-, v.l. ῥοπο-), Gal.12.252, al., prob. in Jahresh.23 Beibl.172 (Thrace); written ῥοπο-, Maiuri Nuova Silloge 634 (Cos).
German (Pape)
[Seite 855] ὁ, der mit kleinen, kurzen Waaren handelt, bes. mit Flitterstaat, Tand, schlechtem Putz u. dgl., auch mit Salben, Farben u. a. Materialwaaren, akso übh. ein Kleinkrämer; Sp., wie Galen.; vgl. Schol. Ar. Plut. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ῥωποπώλης: -ου, ὁ, πωλητὴς ῥώπων ἤτοι μικρῶν καὶ ποικίλων πραγμάτων, μικρέμπορος, πωλητὴς μεταβατικός, Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 31), Γαλην.· - ῥωποπωλέω, πωλῶ ποικίλα μικρᾶς ἀξίας πράγματα, πωλῶ «ψιλικὰ» ὡς λέγομεν νῦν, ἴδε ἐν λέξ. ῥωπεύειν· ῥωποπωλεῖον, τό, κατάστημα ψιλικῶν, Γλωσσ. – Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥωποπώλης· ὁ ῥῶπον πωλῶν, ῥῶπον δὲ ἔλεγον τὸν λεπτὸν καὶ ποικίλον φόρτον».
Greek Monolingual
ο / ῥωποπώλης, ΝΑ
πωλητής μικρών και ευτελών πραγμάτων, ψιλικατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά» + -πώλης].