fortaleza: Difference between revisions
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(2) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἑδρασμός]] | |sltx=#[[fortress]]: [[ἀκρόπολις]], [[ἀκρόπτολις]], [[διατείχισμα]], [[ἔρυμα]], [[οὐρεῖον]], [[ὄχμος]], [[ὀχύρωμα]], [[πόλις ἄκρη]], [[πόλις ἀκροτάτη]], [[πυργόβαρις]], [[τείχισμα]], [[τεῖχος]], [[φρούριον]], [[φρώριον]] | ||
#[[strength]]: [[ἁδροσύνη]], [[ἁδροτής]], [[ἁδρότης]], [[ἀλκή]], [[ἀλκί]], [[βία]], [[βίη]], [[βριαρότης]], [[βρίμη]], [[δρᾶσις]], [[δύναμις]], [[δύνασις]], [[ἐρυμνότης]], [[εὐσθένεια]], [[εὐσωματία]], [[ἐχυρότης]], [[ἰναία]], [[ἴς]], [[ἰσχυρότης]], [[ἰσχύς]], [[κάρτος]], [[κῖκυς]], [[κραταιότης]], [[κραταίωμα]], [[κραταίωσις]], [[κράτος]], [[κρατυσμός]], [[κρέτος]], [[μένος]], [[ῥῶσις]], [[σθένος]], [[σφρίγος]], [[τὸ ἰσχυρόν]] | |||
#[[firmness]]: [[δυσπάθεια]], [[ἑδρασμός]], [[ἀφιλία]], [[ἔνστασις]], [[ἑδραιότης]], [[τὸ ἐμπαράμονον]], [[ἑδραίωσις]], [[τὸ βέβαιον]], [[βεβαιωσύνη]], [[βεβαιότης]], [[ἀτρεμιότης]], [[τὸ ἄσειστον]], [[τὸ ἀντιβατικόν]], [[βαθύτης]], [[τὸ ἑκτικόν]], [[τὸ ἑδραῖον]], [[τὸ ἔντονον]], [[τὸ δυσκίνητον]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:44, 11 November 2024
Spanish > Greek
- fortress: ἀκρόπολις, ἀκρόπτολις, διατείχισμα, ἔρυμα, οὐρεῖον, ὄχμος, ὀχύρωμα, πόλις ἄκρη, πόλις ἀκροτάτη, πυργόβαρις, τείχισμα, τεῖχος, φρούριον, φρώριον
- strength: ἁδροσύνη, ἁδροτής, ἁδρότης, ἀλκή, ἀλκί, βία, βίη, βριαρότης, βρίμη, δρᾶσις, δύναμις, δύνασις, ἐρυμνότης, εὐσθένεια, εὐσωματία, ἐχυρότης, ἰναία, ἴς, ἰσχυρότης, ἰσχύς, κάρτος, κῖκυς, κραταιότης, κραταίωμα, κραταίωσις, κράτος, κρατυσμός, κρέτος, μένος, ῥῶσις, σθένος, σφρίγος, τὸ ἰσχυρόν
- firmness: δυσπάθεια, ἑδρασμός, ἀφιλία, ἔνστασις, ἑδραιότης, τὸ ἐμπαράμονον, ἑδραίωσις, τὸ βέβαιον, βεβαιωσύνη, βεβαιότης, ἀτρεμιότης, τὸ ἄσειστον, τὸ ἀντιβατικόν, βαθύτης, τὸ ἑκτικόν, τὸ ἑδραῖον, τὸ ἔντονον, τὸ δυσκίνητον