σκαπτός: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
(11) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skaptos | |Transliteration C=skaptos | ||
|Beta Code=skapto/s | |Beta Code=skapto/s | ||
|Definition= | |Definition=σκαπτή, σκαπτόν, ([[σκάπτω]]) [[dug]]: [[that may be dug]]:—[[Σκαπτὴ Ὕλη]] (Skapte Hyle) a district in [[Thrace]], named after a [[forest]], ἐκ Σκαπτῆς Ὕλης [[Herodotus|Hdt.]]6.46; ἐν τῇ Σκαπτῇ Ὕλῃ Plu.''Cim.''4; ἐν Σκαπτῇ Ὕλῃ Marcellin.''Vit. Thuc.''25, 47:—the form [[Σκαπτησύλης]] (gen. sg.) is found in [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Lapidibus'' 17; nom. Σκαπτησύλη St.Byz.; Lat. [[Scaptensula|Scaptensǔla]] Lucr.6.810:—hence [[Σκαπτησυλικός|Σκαπτησῡλικός]], ή, όν, IG12.301.103,116; [[Σκαπτησυλῖται|Σκαπτησῡλῖται]], St.Byz. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] gegraben, zu graben, Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />creusé, fouillé ; <i>seul. dans</i> Σκαπτὴ [[ὕλη]] HDT Skaptè Hylè « la Forêt aux mines », <i>dans le Pangée, près de [[Φίλιπποι]], en Macédoine orientale</i>, où étaient des mines d'or.<br />'''Étymologie:''' [[σκάπτω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκαπτός -ή -όν [σκάπτω] [[gegraven]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σκαπτός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[σκαφτός]] Ν [[σκάπτω]] / [[σκάφτω]]]<br />αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον σκάψει<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκαμμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Σκαπτή</i><br />[[ονομασία]] πόλης της Θράκης που ονομάστηκε [[έτσι]] από ένα [[δάσος]] («ἐκ Σκαπτῆς Ὕλης», <b>Ηρόδ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκαπτός:''' -ή, -όν ([[σκάπτω]]), σκαμμένος, αυτός που είναι δυνατόν ή είναι [[κατάλληλος]] να σκαφτεί· Σκαπτὴ [[ὕλη]], [[περιοχή]] της Θράκης, σε Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκαπτός''': -ή, -όν, ([[σκάπτω]]) ἐσκαμμένος, ὃν δύναταί τις νὰ σκάψῃ· -Σκαπτὴ ὕλη, [[χώρα]] ἐν [[Θρᾴκη]] κληθεῖσα [[οὕτως]] ἔκ τινος δάσους, Ἡρόδ. 6. 46, Θεοφρ. π. Λίθ. 17· - ἐν τῇ σκαπτῇ ὕλῃ Πλουτ. Κίμ. 4, Μαρκελίν. Βίος Θουκ. 40. 74· - ὁ [[τύπος]] Σκαπτη-[[σύλη]] (πρβλ. ὕλη, sylva) διετηρήθη παρ]Θεοφρ. π. Λίθ. 17, Στέφ. Βυζ.· οὕτω, Scapten-sula Lucret. 6. 810. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σκαπτός]], ή, όν [[σκάπτω]]<br />dug: that may be dug: —Σκαπτὴ ὕλη a [[district]] in [[Thrace]], Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 2 November 2024
English (LSJ)
σκαπτή, σκαπτόν, (σκάπτω) dug: that may be dug:—Σκαπτὴ Ὕλη (Skapte Hyle) a district in Thrace, named after a forest, ἐκ Σκαπτῆς Ὕλης Hdt.6.46; ἐν τῇ Σκαπτῇ Ὕλῃ Plu.Cim.4; ἐν Σκαπτῇ Ὕλῃ Marcellin.Vit. Thuc.25, 47:—the form Σκαπτησύλης (gen. sg.) is found in Thphr. De Lapidibus 17; nom. Σκαπτησύλη St.Byz.; Lat. Scaptensǔla Lucr.6.810:—hence Σκαπτησῡλικός, ή, όν, IG12.301.103,116; Σκαπτησῡλῖται, St.Byz.
German (Pape)
[Seite 889] gegraben, zu graben, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
creusé, fouillé ; seul. dans Σκαπτὴ ὕλη HDT Skaptè Hylè « la Forêt aux mines », dans le Pangée, près de Φίλιπποι, en Macédoine orientale, où étaient des mines d'or.
Étymologie: σκάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαπτός -ή -όν [σκάπτω] gegraven.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκαπτός, -ή, -όν, ΝΑ, και σκαφτός Ν σκάπτω / σκάφτω]
αυτός που μπορεί κανείς να τον σκάψει
νεοελλ.
σκαμμένος
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Σκαπτή
ονομασία πόλης της Θράκης που ονομάστηκε έτσι από ένα δάσος («ἐκ Σκαπτῆς Ὕλης», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
σκαπτός: -ή, -όν (σκάπτω), σκαμμένος, αυτός που είναι δυνατόν ή είναι κατάλληλος να σκαφτεί· Σκαπτὴ ὕλη, περιοχή της Θράκης, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σκαπτός: -ή, -όν, (σκάπτω) ἐσκαμμένος, ὃν δύναταί τις νὰ σκάψῃ· -Σκαπτὴ ὕλη, χώρα ἐν Θρᾴκη κληθεῖσα οὕτως ἔκ τινος δάσους, Ἡρόδ. 6. 46, Θεοφρ. π. Λίθ. 17· - ἐν τῇ σκαπτῇ ὕλῃ Πλουτ. Κίμ. 4, Μαρκελίν. Βίος Θουκ. 40. 74· - ὁ τύπος Σκαπτη-σύλη (πρβλ. ὕλη, sylva) διετηρήθη παρ]Θεοφρ. π. Λίθ. 17, Στέφ. Βυζ.· οὕτω, Scapten-sula Lucret. 6. 810.
Middle Liddell
σκαπτός, ή, όν σκάπτω
dug: that may be dug: —Σκαπτὴ ὕλη a district in Thrace, Hdt.