συνάδελφος: Difference between revisions

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
(11)
 
m (elru replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synadelfos
|Transliteration C=synadelfos
|Beta Code=suna/delfos
|Beta Code=suna/delfos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one that has a brother</b> or <b class="b2">sister</b>, opp. <b class="b3">ἀνάδελφος</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.3.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">member of an association</b>, PMasp.2.11 (vi A.D.).</span>
|Definition=[ᾰ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[one that has a brother or sister]], opp. [[ἀνάδελφος]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.3.4.<br><span class="bld">II</span> [[member of an association]], PMasp.2.11 (vi A.D.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0996.png Seite 996]] Geschwister habend, Xen. Mem. 2, 3, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a des frères <i>ou</i> des sœurs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀδελφός]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-άδελφος -ον in het bezit van een broer of zus. Xen. Mem. 2.3.4.
}}
{{elru
|elrutext='''συνάδελφος:''' (ᾰ) имеющий братьев или сестер Xen.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η / [[συνάδελφος]], -ον, ΝΜΑ, και συνάδερφος, ο, η, θηλ. και συναδέλφισσα και συναδέρφισσα Ν<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί το ίδιο [[επάγγελμα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον ίδιο οργανισμό, στην [[ίδια]] [[εταιρεία]], στην [[ίδια]] [[σχολή]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει αδελφό ή [[αδελφή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ανάδελφο<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[αδελφός]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀδελφός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνάδελφος:''' -ον, αυτός που έχει αδελφό ή [[αδελφή]], σε Ξεν.
}}
{{ls
|lstext='''συνάδελφος''': -ον, ὁ ἔχων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν, ἀντίθετον τῷ [[ἀνάδελφος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, [[συνέταιρος]], [[μέλος]] τῆς αὐτῆς ἑταιρείας, [[ὁμότεχνος]], [[συντεχνίτης]] κτλ., Ἰω. Μόσχ. 3060C, Λεόντ. Κύπρ. 1709Β· οἱ τεχνῖται οἱ ψέγοντες τὰς τέχνας τῶν συναδελφῶν αὐτῶν Νομοκάνων Cotel. 475 (ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι συγγράμμασιν ἡ [[λέξις]] φέρεται ὀξυτόνως: συναδελφός).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-άδελφος, ον,<br />one that has a [[brother]] or [[sister]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάδελφος Medium diacritics: συνάδελφος Low diacritics: συνάδελφος Capitals: ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: synádelphos Transliteration B: synadelphos Transliteration C: synadelfos Beta Code: suna/delfos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,
A one that has a brother or sister, opp. ἀνάδελφος, X.Mem.2.3.4.
II member of an association, PMasp.2.11 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 996] Geschwister habend, Xen. Mem. 2, 3, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a des frères ou des sœurs.
Étymologie: σύν, ἀδελφός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-άδελφος -ον in het bezit van een broer of zus. Xen. Mem. 2.3.4.

Russian (Dvoretsky)

συνάδελφος: (ᾰ) имеющий братьев или сестер Xen.

Greek Monolingual

ο, η / συνάδελφος, -ον, ΝΜΑ, και συνάδερφος, ο, η, θηλ. και συναδέλφισσα και συναδέρφισσα Ν
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που ανήκει στον ίδιο οργανισμό, στην ίδια εταιρεία, στην ίδια σχολή με άλλον
αρχ.
1. αυτός που έχει αδελφό ή αδελφή, σε αντιδιαστολή προς τον ανάδελφο
2. αυτός που είναι αδελφός κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀδελφός.

Greek Monotonic

συνάδελφος: -ον, αυτός που έχει αδελφό ή αδελφή, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνάδελφος: -ον, ὁ ἔχων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν, ἀντίθετον τῷ ἀνάδελφος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, συνέταιρος, μέλος τῆς αὐτῆς ἑταιρείας, ὁμότεχνος, συντεχνίτης κτλ., Ἰω. Μόσχ. 3060C, Λεόντ. Κύπρ. 1709Β· οἱ τεχνῖται οἱ ψέγοντες τὰς τέχνας τῶν συναδελφῶν αὐτῶν Νομοκάνων Cotel. 475 (ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι συγγράμμασιν ἡ λέξις φέρεται ὀξυτόνως: συναδελφός).

Middle Liddell

συν-άδελφος, ον,
one that has a brother or sister, Xen.