αθίβολος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το<br /><b>1.</b> [[είδος]] μικρού διχτυού, που ρίχνει ο [[ψαράς]] από τη [[στεριά]] (στην [[αρχαιότητα]] ονομαζόταν [[αμφίβολος]] και στα μεταγενέστερα [[χρόνια]] [[αμφιβολή]] και [[αμφίβληστρον]]). Συνών.: [[πεζόβολος]], [[καβουροσύρτης]], γκαγκάβα, [[δράγα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτό που μπορεί να συμβεί [[κατά]] τον έναν ή τον [[άλλο]] τρόπο<br /><b>παροιμ.</b> «σού δίνει η [[μοίρα]] ανθίβολο και [[καταπώς]] τον ρίξεις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αφίβολος</i>, με [[ανομοίωση]], λόγω του ακολουθούντος συνεχόμενου χειλικού συμφώνου <i>β</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αθιβάλλω]]) <b>αρχ.</b> [[ἀμφίβολος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθιβολεύω]] (Ι), [[αθιβολιά]], [[αθιβολιάρης]]].
|mltxt=και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το<br /><b>1.</b> [[είδος]] μικρού διχτυού, που ρίχνει ο [[ψαράς]] από τη [[στεριά]] (στην [[αρχαιότητα]] ονομαζόταν [[αμφίβολος]] και στα μεταγενέστερα [[χρόνια]] [[αμφιβολή]] και [[αμφίβληστρον]]). Συνών.: [[πεζόβολος]], [[καβουροσύρτης]], γκαγκάβα, [[δράγα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτό που μπορεί να συμβεί [[κατά]] τον έναν ή τον [[άλλο]] τρόπο<br /><b>παροιμ.</b> «σού δίνει η [[μοίρα]] ανθίβολο και [[καταπώς]] τον ρίξεις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αφίβολος</i>, με [[ανομοίωση]], λόγω του ακολουθούντος συνεχόμενου χειλικού συμφώνου <i>β</i> (πρβλ. [[αθιβάλλω]]) <b>αρχ.</b> [[ἀμφίβολος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθιβολεύω]] (Ι), [[αθιβολιά]], [[αθιβολιάρης]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το
1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα
2. μτφ. αυτό που μπορεί να συμβεί κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο
παροιμ. «σού δίνει η μοίρα ανθίβολο και καταπώς τον ρίξεις».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αφίβολος, με ανομοίωση, λόγω του ακολουθούντος συνεχόμενου χειλικού συμφώνου β (πρβλ. αθιβάλλω) αρχ. ἀμφίβολος.
ΠΑΡ. αθιβολεύω (Ι), αθιβολιά, αθιβολιάρης].