ἀντικατατείνω: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντικατατείνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτείνω]], [[τεντώνω]] [[κάτι]] τραβώντας το από τα δύο [[άκρα]]<br /><b>2.</b> [[αντιπαραθέτω]] επιχειρήματα. | |mltxt=[[ἀντικατατείνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτείνω]], [[τεντώνω]] [[κάτι]] τραβώντας το από τα δύο [[άκρα]]<br /><b>2.</b> [[αντιπαραθέτω]] επιχειρήματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντικατατείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[τεντώνω]] ή [[θέτω]] [[κατευθείαν]] σε [[αντιπαραβολή]], <i>τιπαρά τι</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A make counter-extension, Hp.Fract. 14, Art.3. II metaph., ἂν ἀντικατατείναντες λέγωμεν αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον if we speak setting speech directly in contrast with speech against him, Pl.R.348a, cf. Plu.2.669e.
German (Pape)
[Seite 253] dagegen anspannen, sich anstrengen, -τείναντες λέγωμεν, mit Nachdruck dagegen sprechen, Plat. Rep. I, 348 a; ohne λέγειν Plut. Symp. 4, 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικατατείνω: ἐκτείνω ἕλκων ἐπὶ τὸ ἕτερον μέρος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761, π. Ἄρθρ. 781: μεταφ., διισχυρίζομαι, διατείνομαι ἐναντίον τινὸς, ἂν ... ἀντικατατείναντες λέγωμεν αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον Πλάτ. Πολ. 348Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 669F.
French (Bailly abrégé)
tendre avec force contre.
Étymologie: ἀντί, κατατείνω.
Spanish (DGE)
1 tirar en dirección contraria de ἐκείνους (ἱμάντας) Hp.Fract.14, cf. Art.3.
2 extender en oposición λόγον παρὰ λόγον Pl.R.348a, τὸν ἕτερον λόγον extenderse por su parte en un segundo discurso Plu.2.669e.
Greek Monolingual
ἀντικατατείνω (Α)
1. εκτείνω, τεντώνω κάτι τραβώντας το από τα δύο άκρα
2. αντιπαραθέτω επιχειρήματα.
Greek Monotonic
ἀντικατατείνω: μέλ. -τενῶ, τεντώνω ή θέτω κατευθείαν σε αντιπαραβολή, τιπαρά τι, σε Πλάτ.