ἀνώγαιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνώγαιον]] κ. [[ἀνώγεον]], το (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ανώγι]].
|mltxt=[[ἀνώγαιον]] κ. [[ἀνώγεον]], το (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ανώγι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνώγαιον:''' ή ἀνώ-γεον, τό ([[ἄνω]], [[γαῖα]]), οτιδήποτε ανασηκώνεται, μεγαλώνει από το [[έδαφος]]· ο [[ανώτερος]] όροφος του σπιτιού, που χρησίμευε ως [[αποθήκη]], σε Ξεν. ή ως [[αίθουσα]] δείπνου, Λατ. coenaculum, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώγαιον Medium diacritics: ἀνώγαιον Low diacritics: ανώγαιον Capitals: ΑΝΩΓΑΙΟΝ
Transliteration A: anṓgaion Transliteration B: anōgaion Transliteration C: anogaion Beta Code: a)nw/gaion

English (LSJ)

or ἀνώγεον, τό, (ἄνω, γαῖα)

   A anything raised from the ground: the upper floor of a house, used as a granary, X.An.5.4.29 (s.v.l.), Antiph.312; as a dining-room, Ev.Marc.14.15, Ev.Luc.22.12.    2 prison, Suid. (ἀνώγεον in GDI1581 (Dodona); ἀνάγαιον and ἀνόκαιον are also found in codd., cf. AB405, Suid.)

German (Pape)

[Seite 268] τό, das obere Stockwerk, od. Speicher, luftig gebaut, zum Aufbewahren von Früchten, Xen. An. 5, 4, 29. S. das folgd.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώγαιον: ἢ ἀνώγεων, τὸ, (ἄνω, γαῖα) «τὸ ἄνω τῆς γῆς ὄν» (Ἐτυμ. Μ.), τὸ ὑπερῷον τῆς οἰκίας χρησιμεῦον ὡς ἀποθήκη, κάρυα δὲ ἐπὶ τῶν ἀνωγαίων ἦν πολλὰ καὶ πλατέα Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 86: - ὡσαύτως, ὡς δειπνητήριον, Λατ. coenaculum, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 15, κ. Λουκ. κβ΄, 12. 2) δεσμωτήριον, Ἁρποκρατ. ἐν λέξ. ἀναγκαῖον, πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀνάκαιον. - Εὑρίσκομεν ὡσαύτως ἐν χειρογρ. καὶ Γραμμ. τοὺς τύπους ἀνώγεον, ἀνάγαιον ἢ ἀνόγᾱιον, τό, καὶ ἀνώγεως, -εω, ὁ, ἡ, Λοβ. Φρύνιχ. 297.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. ἀνώγεων.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): ἀνώγεον X.An.5.4.29; ἀνώγεων Callisth.Olynth.17, Antiph.312; ἀνώγειον SB 5286.19
1 piso superior Antiph.l.c., SB l.c., Pall.H.Laus.6.9.
2 granero, almacén X.l.c., Gp.2.27.1, GDI 1581.4 (Dodona).
3 prisión Callisth.Olynth.l.c.; cf. ἀνάγαιος 2.

Greek Monolingual

ἀνώγαιον κ. ἀνώγεον, το (Α)
βλ. ανώγι.

Greek Monotonic

ἀνώγαιον: ή ἀνώ-γεον, τό (ἄνω, γαῖα), οτιδήποτε ανασηκώνεται, μεγαλώνει από το έδαφος· ο ανώτερος όροφος του σπιτιού, που χρησίμευε ως αποθήκη, σε Ξεν. ή ως αίθουσα δείπνου, Λατ. coenaculum, σε Καινή Διαθήκη