ἀποπρίω: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποπρίω]] (Α) [[πρίω]]<br />[[πριονίζω]], [[κόβω]] με το [[πριόνι]]. | |mltxt=[[ἀποπρίω]] (Α) [[πρίω]]<br />[[πριονίζω]], [[κόβω]] με το [[πριόνι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αποκόπτω]], [[αποχωρίζω]] με το [[πριόνι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[ἀποπρίω]]:</b> συνηρ. αντί <i>ἀποπρίασο</i>, βλ. [[ἀποπρίασθαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A saw off, Hdt.4.65. AP11.14 (Ammian.); ὀστέον Hp.Fract.33:—Pass., Isid.Char.20, Plu.2.924b, prob. in Archil.122.
German (Pape)
[Seite 320] (s. πρίω), absägen, Her. 4, 65 u. Folgd.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπρίω: [ῑ], μέλλ. -ίσω, ἀποκόπτω, ἀποχωρίζω διὰ τοῦ πρίονος, Ἡρόδ. 4. 65˙ -στέον Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 774: παθ., Πλούτ. 2. 924Β.
French (Bailly abrégé)
enlever en sciant, scier.
Étymologie: ἀπό, πρίω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
1 serrar ἀποπρίσας ... πᾶν τὸ ἔνερθε τῶν ὀφρύων ἐκκαθαίρει Hdt.4.65, ὀστέον Hp.Fract.33, Paul.Aeg.6.77, cf. AP 11.14 (Ammian.), en v. pas., Isid.Char.1, Plu.2.924b, Gal.10.429.
2 desollar πῶς ἀπεπρίσθη σκύτα; Archil.238.
Greek Monolingual
ἀποπρίω (Α) πρίω
πριονίζω, κόβω με το πριόνι.
Greek Monotonic
ἀποπρίω: [ῑ], μέλ. -ίσω, αποκόπτω, αποχωρίζω με το πριόνι, σε Ηρόδ.
• ἀποπρίω: συνηρ. αντί ἀποπρίασο, βλ. ἀποπρίασθαι.