άχνη: Difference between revisions
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
(7) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἄχνη]], Α και [[ἄχνα]], δωρ. τ.)<br /><b>1.</b> [[αχνός]], [[ατμός]]<br /><b>2.</b> λεπτή [[σκόνη]] από [[αλεύρι]]<br /><b>3.</b> [[σκόνη]] από [[μέταλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[υγρό]]) [[αφρός]] ([[ιδίως]] της θάλασσας)<br /><b>2.</b> [[δροσιά]], [[πάχνη]]<br /><b>3.</b> [[καπνός]]<br /><b>4.</b> το [[φλούδι]] που παρασύρει ο [[άνεμος]] [[κατά]] το [[λίχνισμα]], το [[λεπτό]] [[άχυρο]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> [[εφίδρωση]]<br /><b>6.</b> [[γάζα]] από νήματα λινού υφάσματος, [[ξαντό]]<br /><b>7.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>ἄχνην</i><br />λίγο, ελάχιστο.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (AM [[ἄχνη]], Α και [[ἄχνα]], δωρ. τ.)<br /><b>1.</b> [[αχνός]], [[ατμός]]<br /><b>2.</b> λεπτή [[σκόνη]] από [[αλεύρι]]<br /><b>3.</b> [[σκόνη]] από [[μέταλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[υγρό]]) [[αφρός]] ([[ιδίως]] της θάλασσας)<br /><b>2.</b> [[δροσιά]], [[πάχνη]]<br /><b>3.</b> [[καπνός]]<br /><b>4.</b> το [[φλούδι]] που παρασύρει ο [[άνεμος]] [[κατά]] το [[λίχνισμα]], το [[λεπτό]] [[άχυρο]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> [[εφίδρωση]]<br /><b>6.</b> [[γάζα]] από νήματα λινού υφάσματος, [[ξαντό]]<br /><b>7.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>ἄχνην</i><br />λίγο, ελάχιστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[άχνη]] συνδέεται συγχρόνως με τις λ. <i>άχυρον</i> (με διαφορετικό [[επίθημα]]) και [[αφρός]]. Η λ. [[άχνη]] απαντά στην [[Ιλιάδα]] και δηλώνει «το [[λεπτό]] [[φλούδι]] του σταριού», απ' όπου προέκυψαν οι μεταγενέστερες σημασίες «[[χνούδι]] κυδωνιού», «[[γάζα]] από λινό ύφασμα, [[ξαντό]]» (Ιπποκράτης), «λεπτότατο ύφασμα» (Σοφοκλής) και «[[σκόνη]] από [[μέταλλο]]» ([[Πλούταρχος]]). Στην [[ποίηση]], [[επίσης]], ο όρος [[άχνη]] χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «τον αφρό», [[ιδίως]] της θάλασσας ([[Όμηρος]]), [[αλλά]] και του κρασιού (Ευριπίδης) και των δακρύων (Σοφοκλής). Τέλος, συνεκδοχικά στον Σοφοκλή δηλώνει και «τη [[δροσιά]]», ως [[ιατρικός]] όρος δε στον Ιπποκράτη «την [[εφίδρωση]]». Βλ. και λ. <i>ακ</i>-]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:03, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.)
1. αχνός, ατμός
2. λεπτή σκόνη από αλεύρι
3. σκόνη από μέταλλο
αρχ.
1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας)
2. δροσιά, πάχνη
3. καπνός
4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο
5. ιατρ. εφίδρωση
6. γάζα από νήματα λινού υφάσματος, ξαντό
7. (η αιτ. ως επίρρ.) ἄχνην
λίγο, ελάχιστο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά μία άποψη, η λ. άχνη συνδέεται συγχρόνως με τις λ. άχυρον (με διαφορετικό επίθημα) και αφρός. Η λ. άχνη απαντά στην Ιλιάδα και δηλώνει «το λεπτό φλούδι του σταριού», απ' όπου προέκυψαν οι μεταγενέστερες σημασίες «χνούδι κυδωνιού», «γάζα από λινό ύφασμα, ξαντό» (Ιπποκράτης), «λεπτότατο ύφασμα» (Σοφοκλής) και «σκόνη από μέταλλο» (Πλούταρχος). Στην ποίηση, επίσης, ο όρος άχνη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «τον αφρό», ιδίως της θάλασσας (Όμηρος), αλλά και του κρασιού (Ευριπίδης) και των δακρύων (Σοφοκλής). Τέλος, συνεκδοχικά στον Σοφοκλή δηλώνει και «τη δροσιά», ως ιατρικός όρος δε στον Ιπποκράτη «την εφίδρωση». Βλ. και λ. ακ-].