δίψυχος: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(9) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[διστακτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίψυχο</i><br />η [[διστακτικότητα]]. | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[διστακτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίψυχο</i><br />η [[διστακτικότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δίψῡχος:''' -ον ([[ψυχή]]), = [[δίθυμος]], [[δίγνωμος]], [[άστατος]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A double-minded, Ph.2.663, Ep.Jac.1.8.
German (Pape)
[Seite 648] unentschlossen, zweifelhaft; N. T, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δίψῡχος: -ον, = δίθυμος, δίγνωμος, δύο φρονήματα ἔχων, ἄστατος, Φίλων 2. 663, Ἐπ. Ἰακώβ. α΄, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
partagé entre deux sentiments ou deux tendances, incertain, irrésolu.
Étymologie: δίς, ψυχή.
Spanish (DGE)
-ον
1 que duda, vacilante, indeciso, ἀνήρ Ep.Iac.1.8, cf. 4.8, πονηρός Cyr.Al.M.69.796A
•subst. οἱ δίψυχοι los que dudan Herm.Vis.3.4.3, Mand.5.2.1, 10.2.2, Origenes Hom.14.8 in Ier, c. giro prep. οἱ δίψυχοι ... περὶ τῆς τοῦ θεοῦ δυνάμεως 1Ep.Clem.11.2.
2 teol. que opina que tiene dos almas en cuestiones sobre la naturaleza de Cristo, Cyr.Al.Resp.5 (p.586).
English (Strong)
from δίς and ψυχή; two-spirited, i.e. vacillating (in opinion or purpose): double minded.
English (Thayer)
διψυχον (δίς and ψυχή), double-minded;
a. wavering, uncertain, doubting: οἱ δίψυχοι καί οἱ δισταζοντες περί τῆς τοῦ θοῦ δυνάμεως, Clement of Rome, 1 Corinthians 11,2 [ET]; ταλαίπωροι εἰσιν οἱ δίψυχοι, οἱ δισταζοντες τήν ψυχήν (others τῇ ψυχή), ibid. 23,3 [ET]; μή γίνου δίψυχος ἐν προσευχή σου, εἰ ἔσται ἤ οὐ, Apostolic Constitutions 7,11; μή γίνου δίψυχος ἐν προσευχή σου, μακάριος γάρ ὁ μή διστασας, Ignatius ad. Heron. 7; (cf. references in Muller's note on the Epistle of Barnabas, 19,5 [ET])).
b. divided in interest namely, between God and the world: Philo, fragment 2:663).
Greek Monolingual
-η, -ο
1. διστακτικός
2. το ουδ. ως ουσ. το δίψυχο
η διστακτικότητα.
Greek Monotonic
δίψῡχος: -ον (ψυχή), = δίθυμος, δίγνωμος, άστατος, σε Καινή Διαθήκη