ἐγκλείω: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐγκλείω]]<br />Α και [[ἐγκλῄω]])<br />[[κλείνω]] [[μέσα]], [[κλειδώνω]], [[περιορίζω]], [[φυλακίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για επιστολές) [[βάζω]] [[κάτι]] [[μέσα]] στον ίδιο [[φάκελο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]]. | |mltxt=(AM [[ἐγκλείω]]<br />Α και [[ἐγκλῄω]])<br />[[κλείνω]] [[μέσα]], [[κλειδώνω]], [[περιορίζω]], [[φυλακίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για επιστολές) [[βάζω]] [[κάτι]] [[μέσα]] στον ίδιο [[φάκελο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγκλείω:''' Ιων. -κληΐω, Αττ. -[[κλῄω]], μέλ. <i>-κλείσω</i>, Ιων. <i>-κληΐσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κλείνω]] (τις πύλες), σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κλείνω]], [[περιορίζω]] [[εντός]], — Παθ., ἑρκέων [[ἐγκεκλῃμένος]] (αντί <i>ἐντὸς ἑρκέων κεκλῃμένος</i>), σε Σοφ.· δόμοις [[ἐγκεκλῃμένος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[περιορίζω]], γλῶσσαν [[ἐγκλῄσας]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[κλείνω]] τον εαυτό μου μέσα, κλείνομαι μέσα, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. ἐγκληΐω, Att. ἐγκλῄω, Ep. ἐνικλείω A.R. 2.1029:—
A shut in, close, ὅκως τὰς πύλας ἐγκληΐσειε Hdt.4.78; θύρα ἐγκεκλῃμένη Pl.Prt.314d. II shut or confine within, ἑρκέων ἐγκεκλῃμένος (for ἐντὸς ἑρκέων κεκλῃμένος) S.Aj.1274; δόμοις ἐγκεκλῃμένος Id.Tr.579: generally, shut up, confine, γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει Id.Ant.180; εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος ib.505; στόμα ἐ. E.Hec. 1284. III Med., shut oneself up in, X.HG6.5.9. 2 shut up with oneself, Luc.Alex.41.
German (Pape)
[Seite 708] (s. κλείω), ion. ἐγκληΐω, att. ἐγκλῄω, obgleich bei Soph. u. Plat. die Handschriften schwanken, einschließen, einsperren; δόμοις ἐγκεκλῃμένον (v. l. ἐγκεκλεισμένον) Soph. Tr. 576, wie Ai. 1253; τὰς πύλας ἐγκληΐσειε, verschließen, Her. 4, 78, wie ἐγκεκλῃμένης θύρας Plat. Prot. 314 d. – Med., sich einschließen, Xen. Hell. 6, 5, 9; ἑαυτόν, Luc. pro imag. 17; auch = bei sich einsperren, verborgen halten, Alex. 41. – Uebertr., ἐκ φόβου τοι γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει Soph. Ant. 180, wie εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄσοι φόβος 501; οὐκ ἐφέξετε στόμα; ἐγκλείετε Eur. Hec. 1284.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκλείω: Ἰων. ἐγκληΐω, Ἀττ. κλῄω, Ἐπ. ἐνικλείω Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1029· κλείω, ὅπως τὰς πύλας ἐγκλῃΐσειε Ἡρόδ. 4. 78· θύρα ἐγκεκλῃμένη Πλάτ. Πρωτ. 314D. ΙΙ. κατακλείω, κλείω ἐντός, περιορίζω, ἑρκέων ἐγκεκλῃμένος (ἀντὶ ἐντὸς ἑρκέων κεκλῃμένος) Σοφ. Αἴ. 1274· δόμοις ἐγκεκλῃμένος ὁ αὐτ. Τρ. 579: - καθόλου, κατακλείω, περιορίζω, γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει ὁ αὐτ. Ἀντ. 180· εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος αὐτόθι 505· στόμα ἐγκλ. Εὐρ. Ἑκ. 1284. ΙΙΙ. Μέσ., κλείω ἐμαυτὸν ἐντός, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 9. 2) ἐγκλείω μετ᾿ ἐμαυτοῦ, Λουκ. Ἀλέξ. 41.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐνικλείω;
1 fermer devant, tenir fermé, fermer la bouche;
2 enfermer dans, tenir enfermé dans : δόμοις SOPH dans une maison ; εἰς τὸ σωματικόν PLUT dans l’enveloppe du corps ; γλῶσσαν SOPH (la crainte tient) la langue enfermée;
Moy. ἐγκλείομαι;
1 s’enfermer, se tenir enfermé;
2 tr. tenir renfermé en soi.
Étymologie: ἐν, κλείω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. -κληΐω Hdt.4.78; át. -κλῄω S.Ant.505, Pl.Prt.314d; ἐνικλείω A.R.2.1029
• Grafía: en pap. graf. ἐνκ-
• Morfología: [ép. aor. ἐνεκλήισσε Nonn.D.4.55]
I tr.
1 cerrar τὰς πύλας Hdt.l.c., (στόμα) E.Hec.1284, cf. AP 6.218.7 (Alc.Mess.), en v. pas. θύρα Pl.Prt.314d, cf. POxy.903.20 (IV d.C.).
2 encerrar, guardar εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος si el miedo no me encierra la lengua, e.d. no me paraliza la lengua S.Ant.505, cf. 180, (ἐμὸς ἄναξ) ἐγκλήισει πεδία πλόϊμα νόμασι ναύταις Tim.15.78, cf. Arist.Fr.509, en v. pas. χωρία ... ὑπὸ τῶν ὀρῶν ἐγκλειόμενα Str.11.10.1, τοῖς ἐγκλειομένοις χρυσῷ λίθοις con piedras engastadas en oro I.AI 8.139
•en forma perifr. retener (ἀχράς) ἐγκλείσασ' ἔχει τὰ σιτία una pera silvestre retiene los alimentos e.d. produciendo estreñimiento, Ar.Ec.355, cf. Paus.8.28.4
•almacenar οἰνάρια POxy.1673.3 (II d.C.), σῖτον POxy.3408.24 (IV d.C.), πυρόν Babr.140.7, χόρτον BGU 981.2.26 (I d.C.), en v. pas. δόμοις S.Tr.579, πάντα ... εἰς ταμεῖον SB 4425re.3.12 (III d.C.)
•mec. encerrar, sujetar, fijar en v. pas. ὑπὸ πλαγίων ... ξύλων ... παρεξοχαῖς ἐγκλειόμενον Poliorc.234.15.
3 encerrar, confinar, recluir de pers. (τοῦτον) μοχλοῖσιν Ar.V.113, λιμῷ μιν κεῖν' ἦμαρ ἐνικλείσαντες habiéndole encerrado aquel día sin comer A.R.l.c., c. constr. de lugar τὴν Πασίφαν εἰς αὐτήν en la vaca, Palaeph.2, ἡμᾶς ἐπὶ τὸ δῶμα PSI 542.11 (II a.C., cf. BL 3.223), en v. pas. (ἑρκέων) ἐγκεκλῃμένοι S.Ai.1274, ἐν ταῖς φυλακαῖς ἐγκεκλεισμένοι puestos bajo custodia Plb.25.3.3, cf. D.Chr.67.5, PSI 953.37 (VI d.C.), ἐν τῇ πόλει D.S.18.13, ἐν τῷ δεσμωτηρ(ίῳ) PSI 953.59 (VI d.C.), ἐν αἰωνίῳ πυρί Iust.Phil.2Apol.8.3, βερέθρῳ Nonn.l.c., εἰς τὸ σωματικόν Plu.2.426b, ἔνδον Men.Th.22, Plu.2.1057d, Ἐγκλειόμεναι Las encerradas tít. de una comedia de Sotades, Ath.293a, por motivos relig. τὸ παστοφόριον ἐν ὧι ἐνκέκλειμαι en el culto de Serapis UPZ 5.4 (II a.C.), cf. PTeb.762.7 (III a.C.), en ámbito crist., Pall.H.Laus.35.2, Chrys.M.52.733, para producir enanismo κωλύει τῶν ἐγκεκλεισμένων τὰς αὐξήσεις Longin.44.5
•en v. med. encerrar para sí, reservarse para uno mismo οὓς (θεηκόλους ὡραιοτάτους) ἐγκλεισάμενος Luc.Alex.41.
II intr. en v. med.-pas. encerrarse acogiéndose a sagrado, X.HG 6.5.9, LXX Ez.3.24.
Greek Monolingual
(AM ἐγκλείω
Α και ἐγκλῄω)
κλείνω μέσα, κλειδώνω, περιορίζω, φυλακίζω
νεοελλ.
1. (για επιστολές) βάζω κάτι μέσα στον ίδιο φάκελο
2. μτφ. περιέχω, περιλαμβάνω.
Greek Monotonic
ἐγκλείω: Ιων. -κληΐω, Αττ. -κλῄω, μέλ. -κλείσω, Ιων. -κληΐσω·
I. κλείνω (τις πύλες), σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. 1. κλείνω, περιορίζω εντός, — Παθ., ἑρκέων ἐγκεκλῃμένος (αντί ἐντὸς ἑρκέων κεκλῃμένος), σε Σοφ.· δόμοις ἐγκεκλῃμένος, στον ίδ.
2. γενικά, περιορίζω, γλῶσσαν ἐγκλῄσας, στον ίδ.
III. Μέσ., κλείνω τον εαυτό μου μέσα, κλείνομαι μέσα, σε Ξεν.