ἔφιππος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔφιππος]], -ον)<br />αυτός που κάθεται [[πάνω]] στο [[άλογο]], που ιππεύει, [[ιππέας]], [[καβαλάρης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἔφιππον]]<br />όχημα που σύρεται από ένα [[άλογο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κλύδων]] [[ἔφιππος]]» — ορμητικό [[κύμα]] αλόγων, άλογα που ορμούν σαν [[κύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔφιππος]], -ον)<br />αυτός που κάθεται [[πάνω]] στο [[άλογο]], που ιππεύει, [[ιππέας]], [[καβαλάρης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἔφιππον]]<br />όχημα που σύρεται από ένα [[άλογο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κλύδων]] [[ἔφιππος]]» — ορμητικό [[κύμα]] αλόγων, άλογα που ορμούν σαν [[κύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔφιππος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται πάνω στη [[ράχη]] του αλόγου, [[καβαλάρης]]· <i>ἀνδριὰς ἔφ</i>., [[άγαλμα]] με έφιππη [[αναπαράσταση]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλύδων]] [[ἔφιππος]], [[ταραχή]] της ιπποδρομίας, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφιππος Medium diacritics: ἔφιππος Low diacritics: έφιππος Capitals: ΕΦΙΠΠΟΣ
Transliteration A: éphippos Transliteration B: ephippos Transliteration C: efippos Beta Code: e)/fippos

English (LSJ)

ον,

   A on horseback, riding, Eup.27; ἔ. εἰς τὸν τόπον ἠνέχθη Plu.2.306f; ἔ. ὄντες, opp. ὁπλιτεύοντες, Lys.14.10 (as v.l.); ἀνδριὰς ἔ. an equestrian statue, Plu.Publ.19; ἔ. εἰκὼν χαλκῆ Id.Fab.22 (so, with εἰκών omitted, PSI 3.204.6 (ii A.D.)); βίος Philostr.Her.19.19.    2 κλύδων ἔ. a rushing wave of horses, S.El.733.

German (Pape)

[Seite 1119] zu Pferde, beritten, Xen. Cyr. 4, 2, 1, v. l. εὔιππος; = ἱππεύων, Lys. 14, 10; κλύδων' ἔφιππον Soph. El. 723, Getümmel, Verwirrung der Wagen u. Rosse; Plut. u. a. Sp., ἀνδριάς Plut. Popl. 19, wie εἰκών Fab. 22, Reiterstatue; – τὸ ἔφιππον, = ἐφίππιον, D. C. 63, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφιππος: -ον, ὡς καὶ νῦν, «Εὔπολις Αἰξίν» Φώτ., Πλούτ. 2. 306Ε, κτλ.· ἐφ. ὄντες, ἀντίθετον τῷ ὁπλιτεύοντες, Λυσ. 140. 21 Βεκκῆρος· ἀνδριὰς ἔφιππος, Πλουτ. Ποπλικ. 19· ἔφιππος εἰκὼν χαλκῆ, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 22. 2) κλύδων ἔφιππος, μεταφ., ὁρμητικὸν κῦμα ἁρμάτων, παρεὶς κλύδωνἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον Σοφ. Ἠλ. 733. ΙΙ. «ἀγὼν γυμναστικὸς Λάκωσιν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui va à cheval;
2 équestre (statue);
3 κλύδων ἔφιππος SOPH torrent de chars et de chevaux.
Étymologie: ἐπί, ἵππος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἔφιππος, -ον)
αυτός που κάθεται πάνω στο άλογο, που ιππεύει, ιππέας, καβαλάρης
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔφιππον
όχημα που σύρεται από ένα άλογο
αρχ.
φρ. «κλύδων ἔφιππος» — ορμητικό κύμα αλόγων, άλογα που ορμούν σαν κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵππος.

Greek Monotonic

ἔφιππος: -ον, I. αυτός που βρίσκεται πάνω στη ράχη του αλόγου, καβαλάρης· ἀνδριὰς ἔφ., άγαλμα με έφιππη αναπαράσταση, σε Πλούτ.
II. κλύδων ἔφιππος, ταραχή της ιπποδρομίας, σε Σοφ.