εὐπηγής: Difference between revisions

From LSJ
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπηγής]], -ές και δωρ. τ. [[εὐπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[εύσωμος]], [[ρωμαλέος]], [[καλοθρεμμένος]], [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[μήτρα]]) [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>3.</b> [[στερεός]], καλά κατασκευασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[πήζω]], [[στερεώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>περι</i>-<i>πηγής</i>].
|mltxt=[[εὐπηγής]], -ές και δωρ. τ. [[εὐπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[εύσωμος]], [[ρωμαλέος]], [[καλοθρεμμένος]], [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[μήτρα]]) [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>3.</b> [[στερεός]], καλά κατασκευασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[πήζω]], [[στερεώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>περι</i>-<i>πηγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπηγής:''' -ές, = [[εὐπαγής]], καλοχτισμένος, [[συμπαγής]], [[δυνατός]], [[ισχυρός]], γερός, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπηγής Medium diacritics: εὐπηγής Low diacritics: ευπηγής Capitals: ΕΥΠΗΓΗΣ
Transliteration A: eupēgḗs Transliteration B: eupēgēs Transliteration C: efpigis Beta Code: eu)phgh/s

English (LSJ)

ές, = sq., once in Hom., ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής

   A wellbuilt, stout, Od.21.334; μῆτραι Hp.Mul.1.47; δικλίδες A.R.3.236: Dor. perh. εὐπᾱγής, v. εὐπάξ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπηγής: -ές, = εὐπαγής, εὔπηκτος, ἅπαξ παρ᾿ Ὁμήρ., ξεῖνος μέγας ἠδ᾿ εὐπηγής, συμπαγής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ὀβ. Φ. 334· μῆτραι Ἱππ. 609. 11. - Καθ᾿ Ἡσύχ. «εὐπηγής· εὖ τεθραμμένος· εὐπαγὴς τῷ σώματι».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien ajusté ; bien bâti, solide, fort.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.

English (Autenrieth)

and ἐύπηκτος (πήγνῦμι): well or firmly joined, well built, Od. 21.334 †, Β , Od. 23.41.

Greek Monolingual

εὐπηγής, -ές και δωρ. τ. εὐπαγής, -ές (Α)
1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, καλοθρεμμένος, ισχυρός
2. ιατρ. (για μήτρα) συμπαγής, στερεός
3. στερεός, καλά κατασκευασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πηγης (< πήγνυμι «πήζω, στερεώνω»), πρβλ. περι-πηγής].

Greek Monotonic

εὐπηγής: -ές, = εὐπαγής, καλοχτισμένος, συμπαγής, δυνατός, ισχυρός, γερός, σε Ομήρ. Οδ.