αίνιγμα: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[αἴνιγμα]])<br /><b>1.</b> [[φράση]], [[στίχος]] ή [[δίστιχο]] που [[συνήθως]] καλύπτει με περιφράσεις και παρομοιώσεις κάποια [[έννοια]], την οποία καλείται [[κάποιος]] να ανακαλύψει<br /><b>2.</b> [[ασαφής]], [[σκοτεινός]] [[λόγος]], [[γρίφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πρόσωπα ή καταστάσεις) [[ακατάληπτος]], [[ανεξιχνίαστος]], [[αβέβαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />1) <b>φρ.</b> «δι' αἰνιγμάτων» ή «ἐξ αἰνιγμάτων», με αινίγματα, ασαφώς, ακατανόητα. 2) [[σαρκασμός]], [[επίπληξη]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (Α [[αἴνιγμα]])<br /><b>1.</b> [[φράση]], [[στίχος]] ή [[δίστιχο]] που [[συνήθως]] καλύπτει με περιφράσεις και παρομοιώσεις κάποια [[έννοια]], την οποία καλείται [[κάποιος]] να ανακαλύψει<br /><b>2.</b> [[ασαφής]], [[σκοτεινός]] [[λόγος]], [[γρίφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πρόσωπα ή καταστάσεις) [[ακατάληπτος]], [[ανεξιχνίαστος]], [[αβέβαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />1) <b>φρ.</b> «δι' αἰνιγμάτων» ή «ἐξ αἰνιγμάτων», με αινίγματα, ασαφώς, ακατανόητα. 2) [[σαρκασμός]], [[επίπληξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰνίσσομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αινιγματίας]], [[αινιγματικός]], [[αινιγματιστής]], [[αινιγματώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> [[αἰνιγματοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αινιγματογράφος]], [[αινιγματοθέτης]], [[αινιγματολύτης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (Α αἴνιγμα)
1. φράση, στίχος ή δίστιχο που συνήθως καλύπτει με περιφράσεις και παρομοιώσεις κάποια έννοια, την οποία καλείται κάποιος να ανακαλύψει
2. ασαφής, σκοτεινός λόγος, γρίφος
νεοελλ.
(για πρόσωπα ή καταστάσεις) ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος, αβέβαιος
αρχ.
1) φρ. «δι' αἰνιγμάτων» ή «ἐξ αἰνιγμάτων», με αινίγματα, ασαφώς, ακατανόητα. 2) σαρκασμός, επίπληξη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰνίσσομαι.
ΠΑΡ. αινιγματίας, αινιγματικός, αινιγματιστής, αινιγματώδης.
ΣΥΝΘ. μσν. αἰνιγματοποιός
νεοελλ.
αινιγματογράφος, αινιγματοθέτης, αινιγματολύτης].