ἀκανθίς: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀκανθὶς (-[[ίδος]]), η (Α)<br /><b>1.</b> η [[καρδερίνα]] (Carduelis carduelis)<br /><b>2.</b> [[φυτό]], που ονομαζόταν από τους αρχαίους και [[ἠριγέρων]] ονομασίες του φυτού Σενέκιο (<b>Καλλ.</b> [[παρά]] Πλίν. Nat. Hist. 25, 168)<br /><b>3.</b> στον <b>Γαλ.</b> 17, 666 βρίσκεται με τη [[σημασία]] της λέξεως «[[κανθός]]». | |mltxt=ἀκανθὶς (-[[ίδος]]), η (Α)<br /><b>1.</b> η [[καρδερίνα]] (Carduelis carduelis)<br /><b>2.</b> [[φυτό]], που ονομαζόταν από τους αρχαίους και [[ἠριγέρων]] ονομασίες του φυτού Σενέκιο (<b>Καλλ.</b> [[παρά]] Πλίν. Nat. Hist. 25, 168)<br /><b>3.</b> στον <b>Γαλ.</b> 17, 666 βρίσκεται με τη [[σημασία]] της λέξεως «[[κανθός]]». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκανθίς:''' -[[ίδος]], ἡ, είδος πτηνού, [[καρδερίνα]], σε Αριστ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως θηλ. επίθ., [[ακανθώδης]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:33, 30 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a bird,
A goldfinch, Fringilla carduelis, or linnet, Fr.linaria, Arist. HA616b31, Theoc.7.141. II = ἠριγέρων, Call. ap. Plin.HN25.168: = ἄκανθα Ἀραβική, Ps.-Dsc.3.13: = ἀκάνθιον, ib.16. III = κανθός, Gal.17(1).666.
German (Pape)
[Seite 68] ίδος, ἡ, Distelsinke, Stieglitz, Arist. H. A. 8, 5; Theocr. 7, 141; Agath. 25 (V, 292).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκανθίς: -ίδος, ἡ, εἶδος πτηνοῦ, ἡ καρδερῖνα, fringilla carduelis ἢ fring. linaria, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 17. 2, Θεόκρ. 7. 141. ΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ senecio, Καλλ. παρὰ Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 25. 106. ΙΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθ., ἀκανθώδης, Ἀνθ. Π. 6. 304.
French (Bailly abrégé)
ίδος
I. adj. f. épineuse;
II. subst. ἡ ἀκανθίς :
1 chardonneret, oiseau;
2 séneçon, plante.
Étymologie: ἄκανθα.
Greek Monolingual
ἀκανθὶς (-ίδος), η (Α)
1. η καρδερίνα (Carduelis carduelis)
2. φυτό, που ονομαζόταν από τους αρχαίους και ἠριγέρων ονομασίες του φυτού Σενέκιο (Καλλ. παρά Πλίν. Nat. Hist. 25, 168)
3. στον Γαλ. 17, 666 βρίσκεται με τη σημασία της λέξεως «κανθός».
Greek Monotonic
ἀκανθίς: -ίδος, ἡ, είδος πτηνού, καρδερίνα, σε Αριστ., Θεόκρ.
II. ως θηλ. επίθ., ακανθώδης, σε Ανθ.