αἰώρημα: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[αἰώρημα]]) [[αἰωρῶ]]<br /><b>1.</b> αυτό που αιωρείται στο [[κενό]], που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η [[αιώρα]]<br /><b>2.</b> <b>Χημ.</b>. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη [[φάση]]) που αιωρούνται [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]] ή [[αέριο]] ([[μέσο]] διασποράς)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχόνη]], [[βρόχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αιώρηση]] ως [[γυμναστική]] [[άσκηση]].
|mltxt=το (Α [[αἰώρημα]]) [[αἰωρῶ]]<br /><b>1.</b> αυτό που αιωρείται στο [[κενό]], που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η [[αιώρα]]<br /><b>2.</b> <b>Χημ.</b>. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη [[φάση]]) που αιωρούνται [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]] ή [[αέριο]] ([[μέσο]] διασποράς)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχόνη]], [[βρόχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αιώρηση]] ως [[γυμναστική]] [[άσκηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰώρημα:''' -ατος, τό, αυτό που κρέμεται και αιωρείται στον αέρα· [[σχοινί]] που κρέμεται [[μετέωρο]], [[αγχόνη]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰώρημα Medium diacritics: αἰώρημα Low diacritics: αιώρημα Capitals: ΑΙΩΡΗΜΑ
Transliteration A: aiṓrēma Transliteration B: aiōrēma Transliteration C: aiorima Beta Code: ai)w/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is hung up or hovers, Lyc.1080.    2 hanging cord, halter, E.Hel.353 (lyr.); hanging slings or chains, Id.Or.984 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰώρημα: -ατος, τό, ὅ,τι ἐν τῷ ἀέρι κρέμαται καὶ κινεῖται ἢ περιίπταται, Λυκόφρ. 1080. 2) σχοινίον κρεμάμενον, ἀγχόνη, Εὐρ. Ἠλ. 353· ἐπὶ κρεμαμένων ἐν τῷ ἀέρι πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 984· ἰδὲ ἐν λ. κουφίζω, ΙΙ.1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet suspendu;
2 ce qui sert à suspendre (corde, câble, etc.).
Étymologie: αἰωρέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 carga ὑπὲρ πυρᾶς δύστηνον αἰ. κουφίζω E.Supp.1047.
2 cuerda, dogal φόνιον αἰώρημα E.Hel.353
cadenas de oro que sujetaban la tierra, E.Or.983.
3 colgajo τόργοισιν αἰώρημα ... δέμας cuerpo como colgajo (crucificado, expuesto) a los buitres Lyc.1080.

Greek Monolingual

το (Α αἰώρημα) αἰωρῶ
1. αυτό που αιωρείται στο κενό, που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η αιώρα
2. Χημ.. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη φάση) που αιωρούνται μέσα σε ένα υγρό ή αέριο (μέσο διασποράς)
αρχ.
αγχόνη, βρόχος
νεοελλ.
η αιώρηση ως γυμναστική άσκηση.

Greek Monotonic

αἰώρημα: -ατος, τό, αυτό που κρέμεται και αιωρείται στον αέρα· σχοινί που κρέμεται μετέωρο, αγχόνη, σε Ευρ.