θεοσεβής: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(17) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[θεοσεβής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θεοσεβές</i><br />η [[ευσέβεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(υπερθ.)</b> <i>θεοσεβέστατος</i><br />[[τίτλος]] προσφώνησης αρχιμανδριτών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεοσεβώς</i> (Α θεοσεβῶς)<br />[[κατά]] τρόπο θεοσεβή, [[ευσεβώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σεβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σέβας]] <span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σεβής</i>, <i>ευ</i>-<i>σεβής</i>]. | |mltxt=-ές (AM [[θεοσεβής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θεοσεβές</i><br />η [[ευσέβεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(υπερθ.)</b> <i>θεοσεβέστατος</i><br />[[τίτλος]] προσφώνησης αρχιμανδριτών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεοσεβώς</i> (Α θεοσεβῶς)<br />[[κατά]] τρόπο θεοσεβή, [[ευσεβώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σεβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σέβας]] <span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σεβής</i>, <i>ευ</i>-<i>σεβής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θεοσεβής:''' -ές ([[σέβω]]), αυτός που σέβεται το θεό, [[ευσεβής]], σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ. επίρρ. <i>-βῶς</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A fearing God, religious, Hdt.1.86, 2.37, S.OC260 (Sup.), Pl.Cra. 394d, al.; θ. μέλος Ar.Av.897 (lyr.); τὸ θεοσεβές Pl.Epin.977e. Adv. -βῶς X.Cyr.3.3.58.
German (Pape)
[Seite 1198] ές, Gott verehrend, gottesfürchtig; Soph. O. C. 261; Eur. Alc. 604; μέλος Ar. Av. 897; Her. 1, 86; Plat. Crat. 394 d u. s. w.; τὸ θεοσεβές = θεοσέβεια, Plat. Epin. 977 e. – Adv. θεοσεβῶς, Xen. Cyr. 3, 3, 58.
Greek (Liddell-Scott)
θεοσεβής: -ές, σεβόμενος τὸν θεόν, εὐσεβής, θρῆσκος, Ἡρόδ. 1. 86., 2. 37· τὰς Ἀθήνας φασὶ θεοσεβεστάτας εἶναι Σοφ. Ο. Κ. 260· ὅταν ἐξ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ καὶ θεοσεβοῦς ἀσεβὴς γένηται Πλάτ. Κρατ. 394D, κ. ἀλλ.· θ. μέλος Ἀριστοφ. Ὄρν. 897· τὰ θεοσεβῆ = θεοσέβεια, Πλάτ. Ἐπιν. 977Ε.-Ἐπίρρ. -βῶς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 58.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui honore la divinité, religieux ; τὸ θεοσεβές la piété;
Sp. θεοσεβέστατος.
Étymologie: θεός, σέβω.
English (Strong)
from θεός and σέβομαι; reverent of God, i.e. pious: worshipper of God.
English (Thayer)
θεοσεβες (Θεός and σέβομαι), worshipping God, pious: Sept.; Sophocles, Euripides, Aristophanes, Xenophon, Plato, others; (cf. Trench, § xlviii.).)
Greek Monolingual
-ές (AM θεοσεβής, -ές)
1. αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς
2. το ουδ. ως ουσ. το θεοσεβές
η ευσέβεια
νεοελλ.
(υπερθ.) θεοσεβέστατος
τίτλος προσφώνησης αρχιμανδριτών.
επίρρ...
θεοσεβώς (Α θεοσεβῶς)
κατά τρόπο θεοσεβή, ευσεβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. α-σεβής, ευ-σεβής].
Greek Monotonic
θεοσεβής: -ές (σέβω), αυτός που σέβεται το θεό, ευσεβής, σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ. επίρρ. -βῶς, σε Ξεν.