ἐπιρρυθμίζω: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιρρυθμίζω]] (Α) [[ρυθμίζω]]<br /><b>1.</b> (για στίχους) [[φέρνω]] σε ρυθμό, ρυθμοποιώ<br /><b>2.</b> [[ντύνω]] με [[απλότητα]], [[στολίζω]] («ἐς τὸ ἀφελές καὶ ἀκόσμητον ἑαυτήν ἐπερρύθμιζε», <b>Λουκιαν.</b>). | |mltxt=[[ἐπιρρυθμίζω]] (Α) [[ρυθμίζω]]<br /><b>1.</b> (για στίχους) [[φέρνω]] σε ρυθμό, ρυθμοποιώ<br /><b>2.</b> [[ντύνω]] με [[απλότητα]], [[στολίζω]] («ἐς τὸ ἀφελές καὶ ἀκόσμητον ἑαυτήν ἐπερρύθμιζε», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιρρυθμίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μορφοποιώ]], [[σχηματοποιώ]], [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]], [[διασκευάζω]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A remould, amend, [ποιήματα] Pl.Lg.802b; ἐ. ἐς τὸ ἀφελὲς ἑαυτήν dress oneself simply, v.l. in Luc.Pisc.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρυθμίζω: φέρω εἰς ῥυθμόν, ποιήματα Πλάτ. Νόμ. 802Β· ἐς τὸ ἀφελὲς καὶ ἀκόσμητον ἑαυτὴν ἐπερρύθμιζεν, ἐστόλιζεν, ἐνέδυε μετὰ ἁπλότητος, Λουκ. Ἁλιεὺς 12.
French (Bailly abrégé)
arranger, ajuster avec grâce.
Étymologie: ἐπί, ῥυθμίζω.
Greek Monolingual
ἐπιρρυθμίζω (Α) ρυθμίζω
1. (για στίχους) φέρνω σε ρυθμό, ρυθμοποιώ
2. ντύνω με απλότητα, στολίζω («ἐς τὸ ἀφελές καὶ ἀκόσμητον ἑαυτήν ἐπερρύθμιζε», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ἐπιρρυθμίζω: μέλ. -σω, μορφοποιώ, σχηματοποιώ, τακτοποιώ, διευθετώ, διασκευάζω, σε Λουκ.