διαμερισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(9)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διαμερισμός]]) [[διαμερίζω]]<br />[[κατανομή]], [[διανομή]], [[διαμοιρασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασυμφωνία]], [[έχθρα]].
|mltxt=ο (AM [[διαμερισμός]]) [[διαμερίζω]]<br />[[κατανομή]], [[διανομή]], [[διαμοιρασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασυμφωνία]], [[έχθρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαμερισμός:''' ὁ, [[διαχωρισμός]], [[διαίρεση]], [[διαφωνία]], [[ασυμφωνία]], [[διχόνοια]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμερισμός Medium diacritics: διαμερισμός Low diacritics: διαμερισμός Capitals: ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: diamerismós Transliteration B: diamerismos Transliteration C: diamerismos Beta Code: diamerismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A division, Pl.Lg.771d, POxy.12vi 17, D.S.11.47, LXXEz.48.29 (pl.), J.AJ10.11.7.    II dissension, Ev.Luc.12.51.

German (Pape)

[Seite 589] ὁ, 1) Vertheilung, D. Sic. 11, 47 u. Sp. – 2) Trennung, Uneinigkeit, Ggstz εἰρήνη, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

διαμερισμός: ὁ, διαίρεσις, Διόδ. 11. 47, Ἑβδ., Ἰώσηπ. Ι. Α. 10. 11, 7. ΙΙ. διαίρεσις, διαφωνία, ἀσυμφωνία, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 51.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 partage, distribution;
2 division.
Étymologie: διαμερίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1división, reparto c. gen. obj. τῶν φόρων D.S.11.47, εἰς αὐτοὺς (τοὺς διαδόχους) τῆς βασιλείας I.AI 10.274, sin gen. Μοίρας καλεῖσθαι ἀπὸ τοῦ κατ' αὐτὰς διαμερισμοῦ Κλωθὼ καὶ Λάχεσιν καὶ Ἄτροπον que las Moiras son así llamadas por su división en Cloto, Láquesis y Atropo, Placit.1.28.3
partición de bienes, Poll.8.136.
2 división territorial c. gen. partit. ὁ τῆς πόλεως δ. la distribución urbana Pl.Lg.771d, αὕτη ἡ γῆ ... ταῖς φυλαῖς Ισραηλ, καὶ οὗτοι οἱ διαμερισμοὶ αὐτῶν ésta es la tierra para las tribus de Israel y éstas sus partes LXX Ez.48.29
lugar, puesto en la πρόοδος de los seres, Iambl.Myst.2.1.
II fig. disensión παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ ... διαμερισμόν he venido a la tierra a traer la disensión, Eu.Luc.12.51.

English (Strong)

from διαμερίζω; disunion (of opinion and conduct): division.

English (Thayer)

διαμερισμου, ὁ (διαμερίζω), division;
1. a parting, distribution: Plato, legg. 6, p. 771d.; Diodorus 11,47; Josephus, Antiquities 10,11, 7; the Sept. disunion, dissension: opposite εἰρήνη, διαμερίζω, 1.

Greek Monolingual

ο (AM διαμερισμός) διαμερίζω
κατανομή, διανομή, διαμοιρασμός
αρχ.
ασυμφωνία, έχθρα.

Greek Monotonic

διαμερισμός: ὁ, διαχωρισμός, διαίρεση, διαφωνία, ασυμφωνία, διχόνοια, σε Καινή Διαθήκη