κυρηβάζω: Difference between revisions
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυρηβάζω]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[κυριβάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με τα κέρατα σαν [[τράγος]] ή σαν [[κριάρι]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[μάχομαι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προσκρούω]], [[πλήττω]], [[χτυπώ]] («ἤν δ' ὑπεκκλίνῃ γε [[δευρί]], τὸ [[σκέλος]] κυρηβάσει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυρηβάζομαι</i> και <i>κυριβάζομαι</i><br />(μτφ) λοιδορούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του <i>κυρίττω</i> «[[χτυπώ]] με τα κέρατα», με δυσερμήνευτο σχηματισμό]. | |mltxt=[[κυρηβάζω]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[κυριβάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με τα κέρατα σαν [[τράγος]] ή σαν [[κριάρι]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[μάχομαι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προσκρούω]], [[πλήττω]], [[χτυπώ]] («ἤν δ' ὑπεκκλίνῃ γε [[δευρί]], τὸ [[σκέλος]] κυρηβάσει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυρηβάζομαι</i> και <i>κυριβάζομαι</i><br />(μτφ) λοιδορούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του <i>κυρίττω</i> «[[χτυπώ]] με τα κέρατα», με δυσερμήνευτο σχηματισμό]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠρηβάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[μάχομαι]], [[χτυπώ]] με τα κέρατα· μεταφ., τὸ [[σκέλος]] κυρηβάσει, το [[πόδι]] μου θα τον χτυπήσει ή θα αντιμετωπίσει το [[πόδι]] μου, θα τον κλωτσήσει, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το [[κυρίσσω]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -άσω Ar.Eq.272:—prop.
A butt with the horns, like goats or rams, Sch.Ar. l.c.: metaph., τὸ σκέλος κυρηβάσει he shall butt against my leg, Ar. l.c.: aor. Med. κυρηβάσασθαι Cratin. 462. II metaph. in Med., = λοιδοροῦμαι, Hsch. (κυριβ- cod.), Phot.
German (Pape)
[Seite 1536] wie die Böcke mit den Hörnern stoßen u. kämpfen; ἢν δ' ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει Ar. Equ. 272, er wird sich an meinen Beinen den Kopf stoßen; VLL., wo es auch κυριβάζειν geschrieben wird, erkl. einfach μαχήσεται, aber auch λοιδορεῖσθαι, also = mit Worten streiten, schimpfen.
Greek (Liddell-Scott)
κῠρηβάζω: μέλλ. -άσω, μάχομαι, πλήττω, κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, ὡς διαμάχονται τύπτοντες ἀλλήλους ταῖς κεφαλαῖς οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοί, Σχολ. Ἀριστοφ. εἰς Ἱππ. 272˙ μεταφ., τὸ σκέλος κηρηβάσει, θά μου κερατίσῃ τὸ σκέλος, ἢ τὸ σκέλος μου θὰ τὸν λακτίσῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ μέσ. ἀόρ. κυρηβάσασθαι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίν. (ἐν Ἀδήλ. 69). ΙΙ. μεταφ., ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ λοιδορέω, Φώτ., πρβλ. κυρίσσω.
French (Bailly abrégé)
1 frapper à coups de cornes;
2 p. ext. c. διαμάχομαι.
Étymologie: v. κυρίττω.
Greek Monolingual
κυρηβάζω και, κατά τον Ησύχ., κυριβάζω (Α)
1. χτυπώ με τα κέρατα σαν τράγος ή σαν κριάρι
2. γεν. μάχομαι
3. μτφ. προσκρούω, πλήττω, χτυπώ («ἤν δ' ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει», Αριστοφ.)
4. μέσ. κυρηβάζομαι και κυριβάζομαι
(μτφ) λοιδορούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυρίττω «χτυπώ με τα κέρατα», με δυσερμήνευτο σχηματισμό].
Greek Monotonic
κῠρηβάζω: μέλ. -άσω, μάχομαι, χτυπώ με τα κέρατα· μεταφ., τὸ σκέλος κυρηβάσει, το πόδι μου θα τον χτυπήσει ή θα αντιμετωπίσει το πόδι μου, θα τον κλωτσήσει, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το κυρίσσω).