μεθύστρα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που συνηθίζει να μεθάει, [[μπεκρού]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>μτφ.</b> αυτή που [[είναι]] πολύ ευάρεστη, μεθυστική<br /><b>3.</b> [[φλεγμονή]] που εμφανίζεται στο [[δάχτυλο]] [[γύρω]] από το [[νύχι]], αλλ. [[τριγυρίστρα]], [[λογυρίστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεθύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βυζά</i>-<i>στρα</i>, <i>πλύ</i>-<i>στρα</i>)].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που συνηθίζει να μεθάει, [[μπεκρού]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>μτφ.</b> αυτή που [[είναι]] πολύ ευάρεστη, μεθυστική<br /><b>3.</b> [[φλεγμονή]] που εμφανίζεται στο [[δάχτυλο]] [[γύρω]] από το [[νύχι]], αλλ. [[τριγυρίστρα]], [[λογυρίστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεθύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στρα</i> ([[πρβλ]]. <i>βυζά</i>-<i>στρα</i>, <i>πλύ</i>-<i>στρα</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:04, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού
2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική
3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. -στρα (πρβλ. βυζά-στρα, πλύ-στρα)].