ἀκοίτης: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκοίτης]], ο (θηλ. [[ἄκοιτις]], -ιος) (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κοίτη]], το ίδιο [[κρεβάτι]] με άλλον, [[ομόκλινος]], [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. <span style="color: red;">+</span> [[κοίτη]] «[[κλίνη]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[ἄλοχος]]. | |mltxt=[[ἀκοίτης]], ο (θηλ. [[ἄκοιτις]], -ιος) (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κοίτη]], το ίδιο [[κρεβάτι]] με άλλον, [[ομόκλινος]], [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. <span style="color: red;">+</span> [[κοίτη]] «[[κλίνη]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[ἄλοχος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκοίτης:''' -ουὁ (α αθροιστικό [[κοίτη]], πρβλ. [[ἄλοχος]]), [[ομόκλινος]], [[σύνευνος]], αυτός που κοιμάται στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]]· και θηλ. [[ἄκοιτις]], <i>-ιος</i>, <i>ἡ</i>, [[σύζυγος]], [[γυναίκα]], σε Όμηρ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:33, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἀ- copul., κοίτη, cf. Pl.Cra.405d)
A bedfellow, husband, Il.15.91, Od.5.120, Pi.N.5.28, S.Tr.525, E.El.166 (lyr.):— fem. ἄκοιτις, ιος, ἡ, wife, Il.3.138, B.5.169, A.Pers.684, etc.—Poet. words.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοίτης: -ου, ὁ, (ᾰ ἀθροιστ. κοίτη· πρβλ. ἄλοχος), ὁ ὁμοκοίτης, σύνευνος, σύζυγος, Ἰλ. Ο. 91, Ὀδ. Ε. 120, Πινδ. Ν. 5. 51, Σοφ. Τρ. 525, Εὐρ.: ― θηλ. ἄκοιτις, ιος, ἡ, γυνή, σύζυγος, Ἰλ. Γ. 138, Πίνδ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 684, Σοφ., Εὐρ. ― Ποιητικαὶ λέξεις, Πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 405C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
époux.
Étymologie: ἀ- cop., κοίτη.
English (Autenrieth)
(κοίτη): husband, consort, spouse.
Greek Monolingual
ἀκοίτης, ο (θηλ. ἄκοιτις, -ιος) (Α)
αυτός που έχει την ίδια κοίτη, το ίδιο κρεβάτι με άλλον, ομόκλινος, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- αθροιστ. + κοίτη «κλίνη», πρβλ. ἄλοχος.
Greek Monotonic
ἀκοίτης: -ουὁ (α αθροιστικό κοίτη, πρβλ. ἄλοχος), ομόκλινος, σύνευνος, αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι, σύζυγος· και θηλ. ἄκοιτις, -ιος, ἡ, σύζυγος, γυναίκα, σε Όμηρ. κ.λπ.