ἀμφιλέγω: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφιλέγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φιλονικώ]], [[λογομαχώ]]<br /><b>2.</b> [[αμφισβητώ]], [[αμφιβάλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμφιλεγόμενα</i>, [[ἀμφίλεκτος]], [[ἀμφίλογος]]. | |mltxt=[[ἀμφιλέγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φιλονικώ]], [[λογομαχώ]]<br /><b>2.</b> [[αμφισβητώ]], [[αμφιβάλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμφιλεγόμενα</i>, [[ἀμφίλεκτος]], [[ἀμφίλογος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφιλέγω:''' Δωρ. -ἀμφιλλέγω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[διαφωνώ]] για, <i>τι</i>, σε Ξεν.· <i>ἀμφ. μή</i>, [[διαφωνώ]], [[ερίζω]], [[αμφισβητώ]] ότι ένα [[πράγμα]] είναι, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἀμφιλλ-,
A dispute about, τι X.An. 1.5.11; χώρας ἇς ἀμφέλλεγον IG4.926 (Epid.):—Pass., τὰ ἀμφιλλεγόμενα GDI5149 (Cret.). 2 foll. by μή... dispute, question that a thing is, X.Ap. 12: abs., dispute, αἴ κ' ἀμφιλλέγωντι τοὶ ταγοί GDI2561A42.
German (Pape)
[Seite 140] 1) nach beiden Seiten hin reden, streiten, Xen. An. 1, 5, 11: τί, über etwas. – 2) zweifeln, βρονταῖς (andere βροντάς) ἀμφιλέξει τις ἢ μὴ φωνεῖν ἢ μὴ οἰωνιστήριον εἶναι Xen. Apol. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιλέγω: φιλονεικῶ, συζητῶ περί τινος, τι Ξεν. Ἀν. 1. 5, 11: ἑπομένου μή ..., φιλονεικῶ, ἀμφισβητῶ, ἀμφιβάλλω εἰ πράγματι ἔχει οὕτως, ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 12.
French (Bailly abrégé)
disputer sur, acc. ; ἀ. μή τι εἶναι contester ou douter qu’une chose soit.
Étymologie: ἀμφί, λέγω³.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἀμφιλλ- IG 42.71.3 (Epidauro III a.C.), CID 1.9A42 (IV a.C.)
• Morfología: [arc. subj. 3.a plu. ἀνφιλέγδντοι IG 5(2).159 B.18 (Tegea V a.C.)]
discutir, disputar sobre τι X.An.1.5.11, c. gen. περὶ τᾶς χώρας ἇς ἀμφέλλεγον IG l.c., βροντὰς ... μὴ μέγιστον οἰωνιστήριον εἶναι; (¿discutirá alguien) que los truenos son un gran augurio? X.Ap.12
•abs. αἰ κ' ἀμφιλλέγωντι τοὶ ταγοί CID l.c., cf. ICr.1.16.4.10 (Lato).
Greek Monolingual
ἀμφιλέγω (Α)
1. φιλονικώ, λογομαχώ
2. αμφισβητώ, αμφιβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + λέγω.
ΠΑΡ. ἀμφιλεγόμενα, ἀμφίλεκτος, ἀμφίλογος.
Greek Monotonic
ἀμφιλέγω: Δωρ. -ἀμφιλλέγω, μέλ. -ξω, διαφωνώ για, τι, σε Ξεν.· ἀμφ. μή, διαφωνώ, ερίζω, αμφισβητώ ότι ένα πράγμα είναι, στον ίδ.