ἀντέρως: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀντέρως]])<br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμοιβαίος]] [[έρωτας]], [[έρωτας]] με [[ανταπόκριση]].
|mltxt=ο (Α [[ἀντέρως]])<br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμοιβαίος]] [[έρωτας]], [[έρωτας]] με [[ανταπόκριση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντέρως:''' -ωτος, ὁ, [[έρωτας]] σε [[ανταπόδοση]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντέρως Medium diacritics: ἀντέρως Low diacritics: αντέρως Capitals: ΑΝΤΕΡΩΣ
Transliteration A: antérōs Transliteration B: anterōs Transliteration C: anteros Beta Code: a)nte/rws

English (LSJ)

ωτος, ὁ,

   A return-love, love-for-love, Pl.Phdr.255d, Ach.Tat. 1.9, Them.Or.24.305a.    II Anteros, personified as a god who avenged slighted love, Paus.1.30.1, etc.:—but also (as it seems) a god who struggled against Ἔρως, Id.6.23.5.    III name of a gem, Plin. HN37.123 (pl.).

German (Pape)

[Seite 247] ωτος, ὁ, Gegenliebe, Plat. Phaedr. 255 d, richtig von Bekk. für ἀντ' ἔρωτος geschrieben; vgl. Plut. Alc. 4. S. Nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντέρως: -ωτος, ὁ ἀμοιβαῖος ἔρως, Πλάτ. Φαῖδρ. 225D, Βεκκ. Ἀχ. Τάτ. 1. 9. ΙΙ. Ἀντέρως, κατὰ προσωποποίησιν, θεὸς τιμωρῶν τοὺς περιφρονοῦντας τὸν ἔρωτα, Παυσ. 1. 30, 1, κτλ.· ὁ τοῦ Ὀβιδίου Deus ultor (Μεταμορφ. 14. 750), πρβλ. Κικ. N. D. 3. 23: ― ἀλλ’ ὡσαύτως (ὡς φαίνεται) θεὸς ἀγωνιζόμενος ἐναντίον τοῦ Ἔρωτος Παυσ. 6. 23, 5. ― Περὶ παραστάσεων τοῦ Ἀντέρωτος ἐν ἔργοις τῆς τέχνης, ἴδε Μυλλέρου Ἀρχ. Τεχν. § 391. 8.

Spanish (DGE)

-ωτος, ὁ
1 amor dado en correspondencia, εἴδωλον ἔρωτος ἀντέρωτα ἔχων Pl.Phdr.255d, τὸ συνειδὸς τοῦ φιλεῖσθαι τίκτει ... ἀντέρωτα Ach.Tat.1.9.6, cf. Ael.NA 2.6.
2 especie de amatista Plin.HN 37.123 (plu.).

Greek Monolingual

ο (Α ἀντέρως)
ονομασία πολύτιμου λίθου
αρχ.
αμοιβαίος έρωτας, έρωτας με ανταπόκριση.

Greek Monotonic

ἀντέρως: -ωτος, ὁ, έρωτας σε ανταπόδοση, σε Πλάτ.