ἀντιβολία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντιβολία]], η (Α) [[αντιβολώ]]. [[δέηση]], [[ικεσία]]. | |mltxt=[[ἀντιβολία]], η (Α) [[αντιβολώ]]. [[δέηση]], [[ικεσία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντιβολία:''' ἡ ([[ἀντιβολέω]]), [[ικεσία]], [[προσευχή]], [[παράκληση]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A an entreaty, prayer, Eup.317, Th.7.75.
German (Pape)
[Seite 250] ἡ, dasselbe, Eupol. Eust. 1406, 27; Thuc. 7, 75 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβολία: ἡ, δέησις, ἱκεσία, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 16, Θουκ. 7. 75.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prière, supplication.
Étymologie: ἀντιβολέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
súplica πρὸς γὰρ ἀντιβολίαν ... τραπόμενοι Th.7.75, cf. D.C.59.19.5
•petición, regateo κατ' ἀντιβολίαν δέκα τάλαντ' ἀπετεισάμην Eup.317.
Greek Monolingual
ἀντιβολία, η (Α) αντιβολώ. δέηση, ικεσία.
Greek Monotonic
ἀντιβολία: ἡ (ἀντιβολέω), ικεσία, προσευχή, παράκληση, σε Θουκ.