ἀνυπότακτος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. -χτος, -η, -ο (Α [[ἀνυπότακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα ή πράγματα) αυτός που δεν υποτάχθηκε σε κάποιον<br /><b>2.</b> απείθαρχος, [[ατίθασος]], [[ανυπάκουος]]<br /><b>3.</b> [[ελεύθερος]], [[απεριόριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Στρ.</b> [[στρατεύσιμος]] που κλήθηκε και δεν προσήλθε<br />(<b>βλ.</b> [[ανυποταξία]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[άτακτος]], συγκεχυμένος.
|mltxt=κ. -χτος, -η, -ο (Α [[ἀνυπότακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα ή πράγματα) αυτός που δεν υποτάχθηκε σε κάποιον<br /><b>2.</b> απείθαρχος, [[ατίθασος]], [[ανυπάκουος]]<br /><b>3.</b> [[ελεύθερος]], [[απεριόριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Στρ.</b> [[στρατεύσιμος]] που κλήθηκε και δεν προσήλθε<br />(<b>βλ.</b> [[ανυποταξία]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[άτακτος]], συγκεχυμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνυπότακτος:''' -ον ([[ὑποτάσσω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη υποταγμένος, <i>τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[άναρχος]], [[απειθής]], [[ταραχώδης]], λέγεται για πρόσωπα, στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπότακτος Medium diacritics: ἀνυπότακτος Low diacritics: ανυπότακτος Capitals: ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: anypótaktos Transliteration B: anypotaktos Transliteration C: anypotaktos Beta Code: a)nupo/taktos

English (LSJ)

ον, of persons or things,

   A not made subject, τινί Ep.Hebr.2.8, cf. J.AJ11.6.6, Arr.Epict.4.1.161; ἀ. ὁ βασιλεύς Artem.2.30; unrestrained, free, Ph.1.473, cf. Arr.Epict.2.10.1.    2 not to be classified under heads, confused, Plb.3.36.4; irregular, ποιήματα, of dithyrambs, Demetr.Lac.Herc.1014.12, Zen.2.15.    II of persons, independent, Ptol.Tetr.61; in bad sense, unruly, 1 Ep.Ti.1.9, Ep.Tit.1.6 and 10, PMag.Par.1.1367. Adv. -τως impatiently, Hsch. s.v. ἀστέκτως.    III of Verbs, having no first aorist, AB1087.

German (Pape)

[Seite 266] 1) nicht unterworfen, ungehorsam, N. T., Philo u. Sp. – 2) nicht geordnet, verworren, διήγησις Pol. 3, 36. 5, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπότακτος: -ον, ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποτεταγμένος εἴς τινα, μ. δοτ., οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 8: - ἀπεριόριστος, ἐλεύθερος, Φίλων 1. 473. 2) ἄτακτος, συγκεχυμένος, δυσκατάληπτος, ἀνυπότακτος καὶ κωφὴ γίνεται ἡ διήγησις Πολύβ. 3. 36, 4. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποτασσόμενος, ἀπειθής, ταραχώδης, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, α΄, 9, πρὸς Τίτ. α΄, 6 καὶ 10, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non soumis, insubordonné.
Étymologie: ἀ, ὑποτάσσω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de abstr. no sometido a un dominio o poder οὐδὲν ... αὐτῷ ἀνυπότακτον Ep.Hebr.2.8, del libre albedrío, Arr.Epict.2.10.1
fluido ἀνυποτάκτῳ φορᾷ χρῆσθαι del pensamiento, Ph.1.473.
2 de pers. independiente, insobornable del comportamiento de Sócrates, Arr.Epict.4.1.161, βασιλεύς Artem.2.30, ἔθνος ... τοῖς βασιλεῦσιν ἀ. I.AI 11.217, Ptol.Tetr.2.3.13
rebelde, desobediente, 1Ep.Ti.1.9, τέκνα Ep.Tit.1.6, 10, θυγάτηρ PMasp.97.ue.D.49 (VI d.C.) cf. PMag.4.1367.
II de escritos o relatos confuso, desordenado διήγησις Plb.3.36.4, τὰ λεγόμενα Plb.5.21.4, λέξις Demetr.Lac.86
irregular ποήματα Demetr.Lac.88, μελῶν ἀνυποτάκτων ποιητής Zen.2.15
de formas gramaticales AB 1087.
III adv. -ως con impaciencia Hsch.s.u. ἀστέκτως.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of ὑποτάσσω; unsubdued, i.e. insubordinate (in fact or temper): disobedient, that is not put under, unruly.

English (Thayer)

ἀνυπότακτον (alpha privative and ὑποτάσσω);
1. (passively) not made subject, unsubjected: Artemidorus Daldianus, oneir. 2,30).
2. (actively) that cannot be subjected to control, disobedient, unruly, refractory: Epictetus 2,10, 1; 4,1, 161; Philo, quis rer. div. her. § 1); διήγησις ἀνυπότακτος, a narrative which the reader cannot classify, i. e. confused, Polybius 3,36, 4; 3,38, 4; 5,21, 4).

Greek Monolingual

κ. -χτος, -η, -ο (Α ἀνυπότακτος, -ον)
1. (για πρόσωπα ή πράγματα) αυτός που δεν υποτάχθηκε σε κάποιον
2. απείθαρχος, ατίθασος, ανυπάκουος
3. ελεύθερος, απεριόριστος
νεοελλ.
Στρ. στρατεύσιμος που κλήθηκε και δεν προσήλθε
(βλ. ανυποταξία)
αρχ.
άτακτος, συγκεχυμένος.

Greek Monotonic

ἀνυπότακτος: -ον (ὑποτάσσω),
I. μη υποταγμένος, τινι, σε Καινή Διαθήκη
II. άναρχος, απειθής, ταραχώδης, λέγεται για πρόσωπα, στο ίδ.