ἀνωφελής: Difference between revisions
τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀνωφελής]], -οῡς)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ωφελεί, [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]]. | |mltxt=-ές (Α [[ἀνωφελής]], -οῡς)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ωφελεί, [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνωφελής:''' -ές ([[ὠφελέω]]),<br /><b class="num">1.</b> μη [[ωφέλιμος]], [[άχρηστος]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιβλαβής]], [[βλαπτικός]], σε Θουκ.· <i>τινι</i>, σε κάποιον, σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A unprofitable, useless, ἁβροσύναι Xenoph.3.1; γόοι A.Pr.33; σκιά S.El.1159; πάντα ἀ. ἦν Th.2.47; ἀ. αὑτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Pl.R.496d,al. 2 hurtful, prejudicial, Th.6.33; τινί Pl.Prt.334a, X.HG1.7.27: Comp. -έστερος E.Fr.48, X.Cyn.13.11, Pl.Hp.Ma.284e. Adv. -λῶς Arist.EN1095a5, PLond. 3.908.28 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 269] ές, nutzlos, γόος Aesch. Prom. 33; Eur. Suppl. 251; schädlich, τινί Plat. Prot. 334 a u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωφελής: -ές, ὁ μὴ ὠφέλιμος, ἄχρηστος, ἀφροσύναι Ξενοφάν. 3. 1· γόοι Αἰσχύλ. Πρ. 33· σκιὰ Σοφ. Ἠλ. 1159 πάντα ἀν. ἦν Θουκ. 2. 47· ἀν. αὐτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Πλάτ. Πολ. 496D κ. ἀλλ. 2) ἐπιβλαβής, βλαπτικός, Θουκ. 6. 33· τινὶ Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Ξεν. - Συγκρ. -έστερος Εὐρ. Ἀποσπ. 49. - Ἐπίρρ. -λῶς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 6.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 inutile, vain;
2 nuisible à, τινι.
Étymologie: ἀ, ὄφελος.
Spanish (DGE)
-ές
I 1inútil, no provechoso ἁβροσύναι Xenoph.B 3.1, cf. Democr.B 175, γόοι A.Pr.33, σκιά S.El.1159, πάντα ἀ. ἦν Th.2.47, ἀ. αὐτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Pl.R.496d, κίνησις Arist.IA 708a20, διήγημα Plb.1.14.6, ἡ φιλοσοφία Arist.Pol.1259a9, ὑετός LXX Pr.28.3, πενθεροί E.Hipp.636, γυνή E.Hipp.638, οἳ μὲν ὄλβιοι E.Supp.239, cf. Or.1616, Pl.Cra.417d
•subst. τὸ ἀ. Ep.Hebr.7.18, PMasp.156.31 (VI d.C.).
2 c. neg. dañino, perjudicial τοῖς δὲ νεωτέροις οὐκ ἀ. Gorg.B 11a.32, cf. E.Fr.48, Th.6.33, Pl.Prt.334a, Hp.Ma.284e, X.HG 1.7.27, Cyn.13.11.
II adv. -ῶς inútilmente Arist.EN 1095a5, Plu.2.66c, PLond.908.28, PMasp.151.220 (VI d.C.).
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and the base of ὠφέλιμος; useless or (neuter) inutility: unprofitable(-ness).
English (Thayer)
ἀνωφελές (alpha privative and ὄφελος); from Aeschylus down; unprofitable, useless: διά τό αὐτῆς ἀνωφελές on account of its unprofitableness).
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνωφελής, -οῡς)
1. αυτός που δεν ωφελεί, άχρηστος
2. βλαβερός, επιζήμιος.
Greek Monotonic
ἀνωφελής: -ές (ὠφελέω),
1. μη ωφέλιμος, άχρηστος, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
2. επιβλαβής, βλαπτικός, σε Θουκ.· τινι, σε κάποιον, σε Πλάτ.· επίρρ. -λῶς, σε Αριστ.