ἀποδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποδατέομαι]] (Α) [[δατούμαι]]<br /><b>1.</b> [[ξεχωρίζω]], [[δίνω]] [[μερίδιο]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[διαχωρίζω]], [[αποσπώ]] [[μέρος]] ενός όλου.
|mltxt=[[ἀποδατέομαι]] (Α) [[δατούμαι]]<br /><b>1.</b> [[ξεχωρίζω]], [[δίνω]] [[μερίδιο]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[διαχωρίζω]], [[αποσπώ]] [[μέρος]] ενός όλου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδατέομαι:''' μέλ. -[[δάσομαι]], Επικ. <i>-δάσσομαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[μοιράζω]] σε άλλους, [[διαμοιράζω]], <i>τί τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[χωρίζω]] ένα [[μέρος]] από το [[σύνολο]], [[ξεχωρίζω]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδᾰτέομαι Medium diacritics: ἀποδατέομαι Low diacritics: αποδατέομαι Capitals: ΑΠΟΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: apodatéomai Transliteration B: apodateomai Transliteration C: apodateomai Beta Code: a)podate/omai

English (LSJ)

fut. -δάσομαι [ᾰ], Ep. -δάσσομαι: Ep. aor.

   A -δασσάμην Theoc.17.50, inf. -δάτταθθαι Leg.Gort.4.29:—portion out to others, apportion, ἥμισν τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι Il.17.231; Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι 22.118; σοὶ δ' αὖ . . τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν 24.595; πάντωνἴσον Pi.N.10.86, cf. Call.Del.9, etc.    II part off, separate, ἀποδασάμενος μόριον ὅσον δὴ τῆς στρατιῆς Hdt.2.103.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδατέομαι: μέλλ. -δάσομαι [ᾰ], Ἐπ. -δάσσομαι: - ἀπομερίζω, χωρίζω μερίδιον δι’ ἄλλου, ἥμισυ τῷ… ἀποδάσσομαι Ἰλ. Ρ. 231· Ἀχαιοῖς ἀλλ’ ἀποδάσσεσθαι Χ. 118· σοὶ δ’ αὖ… τῶνδ’ ἀποδάσσομαι, ὅσσ’ ἐπέοικεν Ω. 595· πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 162, Καλλ. εἰς Δῆλ. 9, κτλ. ΙΙ. χωρίζω μέρος ἐκ συνόλου τινός, ἀποσπῶ, ἀποδασάμενος τῆς ἑωυτοῦ στρατιῆς μόριον ὅσον δὴ αὐτοῦ κατέλιπε τῆς χώρης οἰκήτορας Ἡρόδ. 2. 103.

English (Slater)

ἀποδᾰτέομαι
   1 share out c. acc. & gen. “πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον” (N. 10.86)

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. no testimoniado; fut. -δάσομαι c. -ᾰ-, ép. -δάσσομαι Il.17.231, 24.595; aor. ind. -δάσσαο Theoc.17.50, inf. -δάσσασθαι Pi.N.10.86, -δάττασθαι ICr.4.72.4.29 (Gortina V a.C.)]
I gener. c. ac. y dat.
1 dar una parte, repartir ἥμισυ τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι le daré la mitad de los despojos, Il.17.231, σοὶ δ' αὖ ... τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν Il.24.595, Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι Il.22.118, πάντων ... ἀποδάσσασθαι ἴσον Pi.N.10.86, ἑὰς δ' ἀπεδάσσαο τιμάς le diste sus honores como parte (de los tuyos, ref. a Afrodita), Theoc.17.50, cf. ICr.4.72.4.29 (Gortina V a.C.).
2 fig. dedicar una parte Δήλῳ νῦν οἴμης ἀποδάσσομαι Call.Del.9.
II separar, apartar c. ac. ἀποδασάμενος τῆς ... στρατιῆς μόριον Hdt.2.103.

Greek Monolingual

ἀποδατέομαι (Α) δατούμαι
1. ξεχωρίζω, δίνω μερίδιο σε κάποιον
2. διαχωρίζω, αποσπώ μέρος ενός όλου.

Greek Monotonic

ἀποδατέομαι: μέλ. -δάσομαι, Επικ. -δάσσομαι·
I. μοιράζω σε άλλους, διαμοιράζω, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. χωρίζω ένα μέρος από το σύνολο, ξεχωρίζω, σε Ηρόδ.