ἀργήεις: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργήεις]], -εσσα, -εν και [[ἀργάεις]] και ἀργᾷς (-ᾱντος) (Α)<br /><b>1.</b> [[λευκός]] («ταῡρον ἀργᾱντα»<sub>(</sub>«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αστραφτερός]], [[στιλπνός]] («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αργή</i>- του [[αργής]], τ. επιτεταμένος με το [[επίθημα]] -<i>Fεντ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δενδρήεις]], [[θυήεις]], [[μεσήεις]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[ἀργήεις]], -εσσα, -εν και [[ἀργάεις]] και ἀργᾷς (-ᾱντος) (Α)<br /><b>1.</b> [[λευκός]] («ταῡρον ἀργᾱντα»<sub>(</sub>«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αστραφτερός]], [[στιλπνός]] («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αργή</i>- του [[αργής]], τ. επιτεταμένος με το [[επίθημα]] -<i>Fεντ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δενδρήεις]], [[θυήεις]], [[μεσήεις]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργήεις:''' -εσσα, -εν, Δωρ. [[ἀργάεις]], συνηρ. [[ἀργᾷς]] ([[ἀργός]]), [[λευκός]], [[λαμπερός]], σε Πίνδ., Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 30 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν: Dor. ἀργάεις, contr. ἀργᾶς, gen. ᾶντος: (v. ἀργός):—
A white, shining, ταῦρον ἀργᾶντα Pi.O.13.69; ἐν ἀργάεντι (v.l. ἀργινόεντι) μαστῷ Id.P.4.8; οἰωνός . . ἔξοπιν ἀργᾶς, = πύγαργος, prob. in A.Ag.115 (lyr.). 2 = ἀργεστής, ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. A.128, cf. 685.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε ἀργός): - λευκός, λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ οὕτως ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ ἀργίας ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. πύγαργος: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ ἀργεστής.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν ; gén. ήεντος;
p. contr. ἀργῇς, ῆσσα, ῆν ; gén. ῆντος;
c. ἀργής.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): dór. ἀργάεις Pi.O.13.69; contr. ἀργᾶς, -ᾶντος A.A.115
• Morfología: [nom. fem. plu. ἀργήεις Nic.Fr.74.26]
1 blanco brillante ταῦρον ἀργάεντα Pi.l.c., οἰωνός ... ἐξόπιν ἀργᾶς águila de cola blanca A.l.c., κάλυκες ... ἀργήεις πετάλοισι flores en forma de copa de pétalos blancos Nic.l.c., χώρη τις ... ἀργήεσσα χιὼν ὥς Heliod.SHell.472.3.
2 que aclara el cielo ἀργήεσσιν ἀέλλαις con vientos de tormenta que aclaran el cielo Orph.A.125.
Greek Monolingual
ἀργήεις, -εσσα, -εν και ἀργάεις και ἀργᾷς (-ᾱντος) (Α)
1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.)
2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή- του αργής, τ. επιτεταμένος με το επίθημα -Fεντ- (πρβλ. δενδρήεις, θυήεις, μεσήεις κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀργήεις: -εσσα, -εν, Δωρ. ἀργάεις, συνηρ. ἀργᾷς (ἀργός), λευκός, λαμπερός, σε Πίνδ., Αισχύλ.