άσχημος: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
(6) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[άσκημος]], -η, -ο (AM [[ἄσχημος]], -ον)<br />Ι. αυτός που δεν έχει ωραία [[εμφάνιση]], [[δύσμορφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσάρεστος]], [[δυσμενής]] («άσχημα μαντάτα»)<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]]) [[προσβλητικός]], [[υβριστικός]]<br /><b>3.</b> (για [[παράπτωμα]]) [[σοβαρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φοβερός]], [[οικτρός]]<br /><b>2.</b> [[κακός]], [[εσφαλμένος]] («[[άσχημος]] [[καιρός]]»)<br /><b>3.</b> (για ρούχα) [[παλιός]], φθαρμένος<br /><b>4.</b> ο κακής ποιότητας («άσχημο [[κρασί]]»)<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>άσχημα</i> και [[άσκημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[άσχημος]] προήλθε από το ουδ. <i>άσχημον</i> του επιθ. [[ασχήμων]] της αρχαίας και [[κατά]] [[συνέπεια]] [[είναι]] μτγν. [[αυτού]]. (Πρωτομαρτυρείται στα [[μέσα]] του 1ου π.χ. αι. από τον φιλόσοφο Φιλόδημο). Η λ., σύμφωνα με την προέλευσή της (<span style="color: red;"><</span> [[ασχήμων]]), σήμαινε αρχικά «αυτόν που δεν έχει [[σχήμα]]», [[έπειτα]] «αυτόν που δεν έχει κανονικό ([[επομένως]] και [[ωραίο]]) [[σχήμα]]», για να καταλήξει [[έτσι]] να δηλώνει «εκείνον που δεν έχει ωραία [[εμφάνιση]]», απ' όπου στη νέα Ελληνική διευρύνθηκε και προσέλαβε τις γνωστές σημασίες («[[φοβερός]], [[κακός]], [[παλιός]]» <b>κ.ά.</b>). Τόσο στην Ελληνική όσο και σε άλλες IE. γλώσσες οι λ. για τον «άσχημο», όπως και οι μορφολογικά και σημασιολογικά αντίθετές του για τον «όμορφο» σχηματίζονται [[συνήθως]] με [[βάση]] τις λ. [[σχήμα]] και [[μορφή]] και προθήματα που προσδίδουν αντιστοίχως αρνητική ή θετική [[έννοια]]. Πρβλ. <i>ά</i>-<i>μορφος</i>, <i>δύσ</i>-<i>μορφος</i> και νεοελλ. [[κακό]]-<i>μορφος</i> σε [[αντίθεση]] [[προς]] το <i>εύ</i>- <i>μορφος</i> (απ' όπου το νεοελλ. <i>ό</i>-<i>μορφος</i>), <i>δυσ</i>-<i>ειδής</i> με αντίθ. <i>ευ</i>-<i>ειδής</i>, [[καθώς]] και το αντίθ. του <i>ά</i>-<i>σχημος</i>, <i>α</i>-<i>σχήμων</i>, <i>εύ</i>-<i>σχημος</i>, <i>ευ</i>-<i>σχήμων</i>, με την πρώτη του [[σημασία]] «αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σχήμα]]». Επίσης λατ. <i>d</i><i>ē</i><i>f</i><i>ō</i><i>rmis</i> ( | |mltxt=και [[άσκημος]], -η, -ο (AM [[ἄσχημος]], -ον)<br />Ι. αυτός που δεν έχει ωραία [[εμφάνιση]], [[δύσμορφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσάρεστος]], [[δυσμενής]] («άσχημα μαντάτα»)<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]]) [[προσβλητικός]], [[υβριστικός]]<br /><b>3.</b> (για [[παράπτωμα]]) [[σοβαρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φοβερός]], [[οικτρός]]<br /><b>2.</b> [[κακός]], [[εσφαλμένος]] («[[άσχημος]] [[καιρός]]»)<br /><b>3.</b> (για ρούχα) [[παλιός]], φθαρμένος<br /><b>4.</b> ο κακής ποιότητας («άσχημο [[κρασί]]»)<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>άσχημα</i> και [[άσκημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[άσχημος]] προήλθε από το ουδ. <i>άσχημον</i> του επιθ. [[ασχήμων]] της αρχαίας και [[κατά]] [[συνέπεια]] [[είναι]] μτγν. [[αυτού]]. (Πρωτομαρτυρείται στα [[μέσα]] του 1ου π.χ. αι. από τον φιλόσοφο Φιλόδημο). Η λ., σύμφωνα με την προέλευσή της (<span style="color: red;"><</span> [[ασχήμων]]), σήμαινε αρχικά «αυτόν που δεν έχει [[σχήμα]]», [[έπειτα]] «αυτόν που δεν έχει κανονικό ([[επομένως]] και [[ωραίο]]) [[σχήμα]]», για να καταλήξει [[έτσι]] να δηλώνει «εκείνον που δεν έχει ωραία [[εμφάνιση]]», απ' όπου στη νέα Ελληνική διευρύνθηκε και προσέλαβε τις γνωστές σημασίες («[[φοβερός]], [[κακός]], [[παλιός]]» <b>κ.ά.</b>). Τόσο στην Ελληνική όσο και σε άλλες IE. γλώσσες οι λ. για τον «άσχημο», όπως και οι μορφολογικά και σημασιολογικά αντίθετές του για τον «όμορφο» σχηματίζονται [[συνήθως]] με [[βάση]] τις λ. [[σχήμα]] και [[μορφή]] και προθήματα που προσδίδουν αντιστοίχως αρνητική ή θετική [[έννοια]]. Πρβλ. <i>ά</i>-<i>μορφος</i>, <i>δύσ</i>-<i>μορφος</i> και νεοελλ. [[κακό]]-<i>μορφος</i> σε [[αντίθεση]] [[προς]] το <i>εύ</i>- <i>μορφος</i> (απ' όπου το νεοελλ. <i>ό</i>-<i>μορφος</i>), <i>δυσ</i>-<i>ειδής</i> με αντίθ. <i>ευ</i>-<i>ειδής</i>, [[καθώς]] και το αντίθ. του <i>ά</i>-<i>σχημος</i>, <i>α</i>-<i>σχήμων</i>, <i>εύ</i>-<i>σχημος</i>, <i>ευ</i>-<i>σχήμων</i>, με την πρώτη του [[σημασία]] «αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σχήμα]]». Επίσης λατ. <i>d</i><i>ē</i><i>f</i><i>ō</i><i>rmis</i> (> ιταλ. <i>deforme</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>d</i><i>ē</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>f</i><i>ō</i><i>rma</i> «[[μορφή]]», με αντίθ. <i>form</i><i>ō</i><i>sus</i> «όμορφος» και λιθ. <i>ne</i>-<i>gražus</i> με αντίθ. <i>gražus</i> «όμορφος».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ασχημία]], [[ασχημίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασκημάδα]], [[ασκημάδι]], [[ασκημαίνω]], [[ασκημούλης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ασχημάνθρωπος]], [[ασκημάντρας]], [[ασκημόθωρος]], [[ασκημολόγος]], [[ασχημομούρης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 15 January 2019
Greek Monolingual
και άσκημος, -η, -ο (AM ἄσχημος, -ον)
Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος
μσν.- νεοελλ.
1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα»)
2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός
3. (για παράπτωμα) σοβαρός
νεοελλ.
1. φοβερός, οικτρός
2. κακός, εσφαλμένος («άσχημος καιρός»)
3. (για ρούχα) παλιός, φθαρμένος
4. ο κακής ποιότητας («άσχημο κρασί»)
II. επίρρ. άσχημα και άσκημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άσχημος προήλθε από το ουδ. άσχημον του επιθ. ασχήμων της αρχαίας και κατά συνέπεια είναι μτγν. αυτού. (Πρωτομαρτυρείται στα μέσα του 1ου π.χ. αι. από τον φιλόσοφο Φιλόδημο). Η λ., σύμφωνα με την προέλευσή της (< ασχήμων), σήμαινε αρχικά «αυτόν που δεν έχει σχήμα», έπειτα «αυτόν που δεν έχει κανονικό (επομένως και ωραίο) σχήμα», για να καταλήξει έτσι να δηλώνει «εκείνον που δεν έχει ωραία εμφάνιση», απ' όπου στη νέα Ελληνική διευρύνθηκε και προσέλαβε τις γνωστές σημασίες («φοβερός, κακός, παλιός» κ.ά.). Τόσο στην Ελληνική όσο και σε άλλες IE. γλώσσες οι λ. για τον «άσχημο», όπως και οι μορφολογικά και σημασιολογικά αντίθετές του για τον «όμορφο» σχηματίζονται συνήθως με βάση τις λ. σχήμα και μορφή και προθήματα που προσδίδουν αντιστοίχως αρνητική ή θετική έννοια. Πρβλ. ά-μορφος, δύσ-μορφος και νεοελλ. κακό-μορφος σε αντίθεση προς το εύ- μορφος (απ' όπου το νεοελλ. ό-μορφος), δυσ-ειδής με αντίθ. ευ-ειδής, καθώς και το αντίθ. του ά-σχημος, α-σχήμων, εύ-σχημος, ευ-σχήμων, με την πρώτη του σημασία «αυτός που έχει ωραίο σχήμα». Επίσης λατ. dēfōrmis (> ιταλ. deforme) < dē- στερ. + fōrma «μορφή», με αντίθ. formōsus «όμορφος» και λιθ. ne-gražus με αντίθ. gražus «όμορφος».
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ασχημία, ασχημίζω
νεοελλ.
ασκημάδα, ασκημάδι, ασκημαίνω, ασκημούλης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ασχημάνθρωπος, ασκημάντρας, ασκημόθωρος, ασκημολόγος, ασχημομούρης].