ἄσχημος

From LSJ

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσχημος Medium diacritics: ἄσχημος Low diacritics: άσχημος Capitals: ΑΣΧΗΜΟΣ
Transliteration A: áschēmos Transliteration B: aschēmos Transliteration C: aschimos Beta Code: a)/sxhmos

English (LSJ)

ἄσχημον, late form for ἀσχήμων, Phld.Herc.1457.9 (Comp.), PRyl.144.18 (i A. D.), Polem.Phgn.13, Hippiatr.55: Sup. ἀσχημότατος D.L.2.88. Adv. ἀσχήμως Sch.S.Aj.916.

Spanish (DGE)

-ον
I 1feo, indecoroso ὀρχουμένη εἰμί ἄ. Aesop.142, cf. Phld.Herc.Vit.9B, παρεχρήσατο μοι πολλὰ καὶ ἄσχημα me sometió a muchas e indecorosas afrentas, PRyl.144.18 (I d.C.), εἶναι ... τὴν ἡδονὴν ἀγαθὸν κἂν ἀπὸ τῶν ἀσχημοτάτων γένηται D.L.2.88
subst. τὸ ἄσχημον = fealdad ἐν τῷ ἀσχήμῳ τῆς λέπρας Ephr.Syr.3.259D.
2 que está en situación apurada μὴ ἄσχημον γενέσθαι (ἐμέ) PSI 577.10 (III a.C.).
3 neutr. plu. subst. τὰ ἄσχημα = partes pudendas τὰ ἄσχημα ἡμῶν εὐσχημοσύνην περισσοτέραν ἔχει 1Ep.Cor.12.23.
II adv. ἀσχήμως = indecorosamente ἦθος γυναικὸς τὸ μὴ ἀ. δεικνύναι τὸ σῶμα Sch.S.Ai.916P.

German (Pape)

[Seite 382] = ἀσχήμων, Polem. physiogn. 1, 6; ἀσχημότατος D. L. 2, 88.

Greek Monolingual

και άσκημος, -η, -ο (AM ἄσχημος, -ον)
Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος
μσν.- νεοελλ.
1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα»)
2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός
3. (για παράπτωμα) σοβαρός
νεοελλ.
1. φοβερός, οικτρός
2. κακός, εσφαλμένοςάσχημος καιρός»)
3. (για ρούχα) παλιός, φθαρμένος
4. ο κακής ποιότητας («άσχημο κρασί»)
II. επίρρ. άσχημα και άσκημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άσχημος προήλθε από το ουδ. άσχημον του επιθ. ασχήμων της αρχαίας και κατά συνέπεια είναι μτγν. αυτού. (Πρωτομαρτυρείται στα μέσα του 1ου π.χ. αι. από τον φιλόσοφο Φιλόδημο). Η λ., σύμφωνα με την προέλευσή της (< ασχήμων), σήμαινε αρχικά «αυτόν που δεν έχει σχήμα», έπειτα «αυτόν που δεν έχει κανονικό (επομένως και ωραίο) σχήμα», για να καταλήξει έτσι να δηλώνει «εκείνον που δεν έχει ωραία εμφάνιση», απ' όπου στη νέα Ελληνική διευρύνθηκε και προσέλαβε τις γνωστές σημασίες («φοβερός, κακός, παλιός» κ.ά.). Τόσο στην Ελληνική όσο και σε άλλες IE. γλώσσες οι λ. για τον «άσχημο», όπως και οι μορφολογικά και σημασιολογικά αντίθετές του για τον «όμορφο» σχηματίζονται συνήθως με βάση τις λ. σχήμα και μορφή και προθήματα που προσδίδουν αντιστοίχως αρνητική ή θετική έννοια. Πρβλ. ά-μορφος, δύσ-μορφος και νεοελλ. κακό-μορφος σε αντίθεση προς το εύ- μορφος (απ' όπου το νεοελλ. ό-μορφος), δυσ-ειδής με αντίθ. ευ-ειδής, καθώς και το αντίθ. του ά-σχημος, α-σχήμων, εύ-σχημος, ευ-σχήμων, με την πρώτη του σημασία «αυτός που έχει ωραίο σχήμα». Επίσης λατ. dēfōrmis (> ιταλ. deforme) < dē- στερ. + fōrma «μορφή», με αντίθ. formōsus «όμορφος» και λιθ. ne-gražus με αντίθ. gražus «όμορφος».
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ασχημία, ασχημίζω
νεοελλ.
ασκημάδα, ασκημάδι, ασκημαίνω, ασκημούλης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ασχημάνθρωπος, ασκημάντρας, ασκημόθωρος, ασκημολόγος, ασχημομούρης].

Russian (Dvoretsky)

ἄσχημος: Diog. L. = ἀσχήμων.

Translations

infamous

Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: berucht; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: tristement célèbre; Galician: infame; German: anrüchig, berüchtigt, berühmt, ehrlos, entehrend, gemein, infam, niederträchtig, schändlich, verrucht, verrufen; Greek: διαβόητος; Ancient Greek: ἀδόκιμος, ἄδοξος, αἰσχρός, ἀμφιβόητος, ἀνώνυμος, ἀοίδιμος, ἀριγνώς, ἀρίγνωτος, ἄρρητος, ἄσχημος, ἀσχήμων, βδελυρός, βδελυχρός, διαβόητος, δυσκλεής, δύσφημος, ἐπιβόητος, ἐπίρρητος, κακόδοξος, κακοήθης, κατάφημος, κλύμενος, περιβόητος, περιφορητός, περιφόρητος; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: famigerato; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: infamis; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: infame, famigerado; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: бесславный, позорный, печально известный, печально знаменитый; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: de mala fama, malfamado, malafamado; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd