άφαντος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(7)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφαντος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαφανίστηκε<br /><b>2.</b> [[αφανής]], [[αόρατος]]<br /><b>3.</b> [[αφανής]], [[άσημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απρεπής]], [[αταίριαστος]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασαφής]], [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἄφαντα</i><br />[[μυστικά]], [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>φαντος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φαν</i>-, <i>εφάνην</i> (αόρ. του [[φαίνομαι]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[νυκτίφαντος]], [[τηλέφαντος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφαντος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαφανίστηκε<br /><b>2.</b> [[αφανής]], [[αόρατος]]<br /><b>3.</b> [[αφανής]], [[άσημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απρεπής]], [[αταίριαστος]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασαφής]], [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἄφαντα</i><br />[[μυστικά]], [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>φαντος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φαν</i>-, <i>εφάνην</i> (αόρ. του [[φαίνομαι]])<br /><b>πρβλ.</b> [[νυκτίφαντος]], [[τηλέφαντος]].
}}
}}

Revision as of 20:40, 22 December 2018

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφαντος, -ον)
1. αυτός που εξαφανίστηκε
2. αφανής, αόρατος
3. αφανής, άσημος
νεοελλ.
1. απρεπής, αταίριαστος
2. ανόητος, απερίσκεπτος
αρχ.
1. ασαφής, σκοτεινός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἄφαντα
μυστικά, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φαντος < φαν-, εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)
πρβλ. νυκτίφαντος, τηλέφαντος.