ἀχάλκεος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀχάλκεος]], -ον (Α) [[χάλκεος]]<br />ο [[χωρίς]] χάλκινα νομίσματα, [[αδέκαρος]], άφραγκος.
|mltxt=[[ἀχάλκεος]], -ον (Α) [[χάλκεος]]<br />ο [[χωρίς]] χάλκινα νομίσματα, [[αδέκαρος]], άφραγκος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχάλκεος:''' -ον ([[χαλκούς]]), [[απένταρος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχάλκεος Medium diacritics: ἀχάλκεος Low diacritics: αχάλκεος Capitals: ΑΧΑΛΚΕΟΣ
Transliteration A: achálkeos Transliteration B: achalkeos Transliteration C: achalkeos Beta Code: a)xa/lkeos

English (LSJ)

ον,

   A without a χαλκοῦς, penniless, ἀ. οὐδός (with a pun on χάλκεος οὐδός) AP11.403 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 417] οὐδὸς πενίης Luc. ep. 27 (XI, 403), nicht von Erz (od. keinen χαλκοῦς habend).

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάλκεος: -ον, ὁ ἄνευ χαλκοῦ, «ἀπένταρος» τοὔνεκα νῦν φεύγεις πενίης τὸν ἀχάλκεον οὐδὸν (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ χάλκεος οὐδός) Ἀνθ. Π. 11. 403.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a pas le sou.
Étymologie: ἀ, χαλκός.

Spanish (DGE)

-ον
sin moneda de cobre, sin blanca ἀ. οὐδός AP 11.403 (Lucill.), c. juego de palabras sobre χάλκεος οὐδός Od.7.83.

Greek Monolingual

ἀχάλκεος, -ον (Α) χάλκεος
ο χωρίς χάλκινα νομίσματα, αδέκαρος, άφραγκος.

Greek Monotonic

ἀχάλκεος: -ον (χαλκούς), απένταρος, σε Ανθ.