ἄχροια: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἄχροια]])<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] ή [[απουσία]] χρώματος<br /><b>2.</b> [[απώλεια]] του χρώματος, [[ξεθώριασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[χροιά]] <span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> (-[[ωτός]]) «[[επιδερμίδα]], [[χρώμα]] επιδερμίδας, [[χρώμα]]»]. | |mltxt=η (Α [[ἄχροια]])<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] ή [[απουσία]] χρώματος<br /><b>2.</b> [[απώλεια]] του χρώματος, [[ξεθώριασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[χροιά]] <span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> (-[[ωτός]]) «[[επιδερμίδα]], [[χρώμα]] επιδερμίδας, [[χρώμα]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄχροια:''' ἡ бесцветность, бледность Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A absence of colour, Plot.2.4.10. 2 loss of colour, paleness, Hp.Prorrh.2.24, Arist.Pr.967a8; opp. εὔχροια, Thphr.Sud. 39. II (ἀ- copul.) likeness in colour, Hsch.
German (Pape)
[Seite 420] ἡ, Farblosigkeit, Blässe, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχροια: ἡ, ἔλλειψις χρώματος, ἀπώλεια χρώματος, ὠχρότης, Ἱππ. Προρρ. 107. Ἀριστ. Πρβλ 38. 4· ἀντίθετον τῷ εὔχροια, Θεοφρ. Ἀποσπ. 9. 39.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Coac.333, Aret.SD 2.10.1, Q.S.8.209
1 medic. palidez como síntoma, Hp.l.c., cf. Epid.6.6.7 (cód.), Prorrh.2.24, Aret.l.c., Gal.10.238, Q.S.8.209, 9.471
•mal color op. εὔχροια Arist.Pr.967a8, cf. Thphr.Sud.39, Hp.Vict.3.76.
2 ausencia de color Plot.2.4.10.
Greek Monolingual
η (Α ἄχροια)
1. έλλειψη ή απουσία χρώματος
2. απώλεια του χρώματος, ξεθώριασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χροιά < χρως (-ωτός) «επιδερμίδα, χρώμα επιδερμίδας, χρώμα»].
Russian (Dvoretsky)
ἄχροια: ἡ бесцветность, бледность Arst.