γνάφω: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(8) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=γνάφω | |||
|Medium diacritics=γνάφω | |||
|Low diacritics=γνάφω | |||
|Capitals=ΓΝΑΦΩ | |||
|Transliteration A=gnáphō | |||
|Transliteration B=gnaphō | |||
|Transliteration C=gnafo | |||
|Beta Code=gna/fw | |||
|Definition=v. [[κνάφω]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[γνάπτω]] (AM [[γνάπτω]], Α και [[κνάπτω]], Μ και [[γνάφω]])<br /><b>1.</b> [[κατεργάζομαι]] δέρματα<br /><b>2.</b> (για [[δέρμα]] ανθρώπου) [[χτυπώ]] κάποιον ώσπου να γίνει το [[δέρμα]] του σκληρό, σαν κατεργασμένο, [[βασανίζω]] κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νύχια) γρατζουνώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[γνάπτω]] και [[κνάπτω]] ανάγονται σε IE <i>k</i><sub>ē</sub><i>n</i><i>ē</i>- <i>bh</i>- / <i>ken∂bh</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ken</i>- «[[ξύνω]], [[τρίβω]]». Ο [[δημώδης]] και [[τεχνικός]] [[χαρακτήρας]] τους δικαιολογεί και την [[τροπή]] του <i>κν</i>- σε <i>γν</i>- [[καθώς]] και την [[ποικιλία]] τών μεταπτωτικών τύπων (<b>[[πρβλ]].</b> [[κνέφαλλον]]). Το [[κνάπτω]] συνδέεται με τα [[κναίω]], <i>κνην</i>, [[κνίζω]], [[κνύω]] [[καθώς]] και με τύπους άλλων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> ουαλ. <i>cnaif</i> «[[πούπουλο]]», λιθ. <i>knabenti</i> «[[τσιμπολογώ]], [[τρώω]]»)]. | |mltxt=και [[γνάπτω]] (AM [[γνάπτω]], Α και [[κνάπτω]], Μ και [[γνάφω]])<br /><b>1.</b> [[κατεργάζομαι]] δέρματα<br /><b>2.</b> (για [[δέρμα]] ανθρώπου) [[χτυπώ]] κάποιον ώσπου να γίνει το [[δέρμα]] του σκληρό, σαν κατεργασμένο, [[βασανίζω]] κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νύχια) γρατζουνώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[γνάπτω]] και [[κνάπτω]] ανάγονται σε IE <i>k</i><sub>ē</sub><i>n</i><i>ē</i>- <i>bh</i>- / <i>ken∂bh</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ken</i>- «[[ξύνω]], [[τρίβω]]». Ο [[δημώδης]] και [[τεχνικός]] [[χαρακτήρας]] τους δικαιολογεί και την [[τροπή]] του <i>κν</i>- σε <i>γν</i>- [[καθώς]] και την [[ποικιλία]] τών μεταπτωτικών τύπων (<b>[[πρβλ]].</b> [[κνέφαλλον]]). Το [[κνάπτω]] συνδέεται με τα [[κναίω]], <i>κνην</i>, [[κνίζω]], [[κνύω]] [[καθώς]] και με τύπους άλλων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> ουαλ. <i>cnaif</i> «[[πούπουλο]]», λιθ. <i>knabenti</i> «[[τσιμπολογώ]], [[τρώω]]»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:39, 31 January 2021
English (LSJ)
v. κνάφω.
Greek Monolingual
και γνάπτω (AM γνάπτω, Α και κνάπτω, Μ και γνάφω)
1. κατεργάζομαι δέρματα
2. (για δέρμα ανθρώπου) χτυπώ κάποιον ώσπου να γίνει το δέρμα του σκληρό, σαν κατεργασμένο, βασανίζω κάποιον
νεοελλ.
(για νύχια) γρατζουνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα γνάπτω και κνάπτω ανάγονται σε IE kēnē- bh- / ken∂bh- < ken- «ξύνω, τρίβω». Ο δημώδης και τεχνικός χαρακτήρας τους δικαιολογεί και την τροπή του κν- σε γν- καθώς και την ποικιλία τών μεταπτωτικών τύπων (πρβλ. κνέφαλλον). Το κνάπτω συνδέεται με τα κναίω, κνην, κνίζω, κνύω καθώς και με τύπους άλλων γλωσσών (πρβλ. ουαλ. cnaif «πούπουλο», λιθ. knabenti «τσιμπολογώ, τρώω»)].