γλυκύθυμος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(8) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γλυκύθυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ευχάριστη [[διάθεση]]<br /><b>2.</b> [[ευχάριστος]] («[[γλυκύθυμος]] [[ὕπνος]], [[ἔρως]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλυκύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] «ψυχική [[διάθεση]]»]. | |mltxt=[[γλυκύθυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ευχάριστη [[διάθεση]]<br /><b>2.</b> [[ευχάριστος]] («[[γλυκύθυμος]] [[ὕπνος]], [[ἔρως]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλυκύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] «ψυχική [[διάθεση]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γλῠκύθῡμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει γλυκιά [[ψυχή]], γλυκιά [[διάθεση]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που τέρπει το [[πνεύμα]], την [[ψυχή]], ο [[ευφρόσυνος]], ο [[σαγηνευτικός]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sweet of mood, Il.20.467; of the Epicureans, Luc.Herm.16. II Act., charming the mind, delightful, ἔρως, ὕπνος, Ar.Lys.551, Nu.705.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύθῡμος: -ον, ὁ γλυκεῖαν ἔχων ψυχήν, γλυκεῖαν διάθεσιν, Ἰλ. Υ. 467· ἐπὶ τῶν Ἐπικουρείων, Λουκ. Ἑρμοτ. 16. II. ἐνεργ., ὁ τέρπων τὸ πνεῦμα, τὴν ψυχήν, εὐφρόσυνος, τερπνός, ἔρως, ὕπνος Ἀριστοφ. Λυσ. 551, Νεφ. 705.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 d’humeur douce et facile;
2 charmant, délicieux.
Étymologie: γλυκύς, θυμός.
Spanish (DGE)
(γλῠκύθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 de carácter dulce, ἀνήρ Il.20.467, de los epicúreos, Luc.Herm.16, de una mujer IKPolis 71.6 (II d.C.)
•de los ojos que indican carácter dulce Adam.1.19.
2 que impresiona dulcemente el ánimo ὕπνος Ar.Nu.705, Ἔρως Ar.Lys.551.
Greek Monolingual
γλυκύθυμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ευχάριστη διάθεση
2. ευχάριστος («γλυκύθυμος ὕπνος, ἔρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + -θυμος < θυμός «ψυχική διάθεση»].
Greek Monotonic
γλῠκύθῡμος: -ον, I. αυτός που έχει γλυκιά ψυχή, γλυκιά διάθεση, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Ενεργ., αυτός που τέρπει το πνεύμα, την ψυχή, ο ευφρόσυνος, ο σαγηνευτικός, σε Αριστοφ.