δελτοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(8)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deltoeidis
|Transliteration C=deltoeidis
|Beta Code=deltoeidh/s
|Beta Code=deltoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">delta-shaped, triangular</b>, Hsch. s.v. [[καρχήσιον]]; of the <b class="b2">deltoid</b> muscle, Gal.2.354. Adv. -δῶς Ruf.<span class="title">Oss.</span>10.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">delta-shaped, triangular</b>, Hsch. s.v. [[καρχήσιον]]; of the [[deltoid]] muscle, Gal.2.354. Adv. -δῶς Ruf.<span class="title">Oss.</span>10.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:30, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελτοειδής Medium diacritics: δελτοειδής Low diacritics: δελτοειδής Capitals: ΔΕΛΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: deltoeidḗs Transliteration B: deltoeidēs Transliteration C: deltoeidis Beta Code: deltoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A delta-shaped, triangular, Hsch. s.v. καρχήσιον; of the deltoid muscle, Gal.2.354. Adv. -δῶς Ruf.Oss.10.

German (Pape)

[Seite 544] ές, dreieckig, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

δελτοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα τοῦ δέλτα, τριγωνικός, Ἡσύχ. ἐν λ. καρχήσιον.

Spanish (DGE)

-ές
I 1que tiene forma de delta, triangular ἐργαλεῖον τεκτονικόν Hsch.s.u. καρχήσιον.
2 anat. que tiene forma de delta σχῆμα Gal.2.354
subst. ὁ δ. deltoide Gal.2.356, 359, 18(1).306.
3 subst. ὁ δ. n. de un apósito Ps.Sor.Quaest.242.
II adv. -ῶς en forma de delta o triangular δ. ἐπίκειται Ruf.Oss.10.

Greek Monolingual

-ές (AM δελτοειδής, -ές)
όποιος έχει το σχήμα του γράμματος Δ
νεοελλ.
1. ανατ. «δελτοειδής μυς» — ισχυρός τριγωνικός μυς ο οποίος περιβάλλει την άρθρωση του ώμου
2. «δελτοειδής σύνδεσμος» — σύνδεσμος της κνημαστραγαλικής διαρθρώσεως, αποτελούμενος από τρεις τριγωνικές δεσμίδες
3. «δελτοειδές έπαρμα ή φύμα» — τραχύ και πλατύ έπαρμα της εξωτερικής επιφάνειας του βραχιόνιου οστού
4. βιολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα δελτοειδή
οικογένεια Λεπιδόπτερων Εντόμων
5. βοτ. δελτοειδή
κατηγορία φυτών με τριγωνικά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτα + -ειδής < είδος].