δενδρήεις: Difference between revisions
(8) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δενδρήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] δένδρα, [[πολύδενδρος]] («[[νῆσος]] δενδρήεσσα», Οδ.)<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με [[δένδρο]] ή δένδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρεον]] αναλογικά [[προς]] τα επίθετα σε -<i>ήεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[φωνήεις]])]. | |mltxt=[[δενδρήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] δένδρα, [[πολύδενδρος]] («[[νῆσος]] δενδρήεσσα», Οδ.)<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με [[δένδρο]] ή δένδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρεον]] αναλογικά [[προς]] τα επίθετα σε -<i>ήεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[φωνήεις]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δενδρήεις:''' -εσσα, -εν ([[δένδρον]]), [[δενδρώδης]], [[δασώδης]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A wooded, νῆσος, ἄλσος, Od.1.51, 9.200; ἀλωαί Theoc.25.30; νῆσος Jul.Mis.352a. 2 with tree-like markings, ἀχάτης Orph.L.236. II = δενδρικός, of or for a tree, πόθος Opp.H. 4.270.
German (Pape)
[Seite 545] εσσα, εν, baumreich; Homer zweimal: Odyss. 1, 51 νῆσος δενδρήεσσα; 9, 200 ἐν ἄλσεἱ δενδρήεντι. – Hom. h. Ap. 76 ἄλσια δενδρήεντα; Hom. hymn. 18, 3 ἀνὰ πίση δενδρήεντα; sp. D., z. B. ἀλωαί Theocr. 25, 30; ἄγκεα Orph. Arg. 431: – Opp. πόθος, Verlangen nach den Bäumen, Hal. 4, 270.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρήεις: εσσα, εν, δενδρώδης, πλήρης δένδρων, Ὀδ. Α. 51.,Ι 200. ΙΙ. = δενδρικός, ἀνήκων ἢ ἀποβλέπτων εἰς δένδρον, πόθος Ὀππ. Ἁλ. 4. 270.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
rempli d’arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: full of trees, woody.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): δενδράεις Bio Fr.13.1
1 arbolado, boscoso νῆσος Od.1.51, cf. D.Chr.32.38, Iul.Mis.352a, ἄλσος Od.9.200, h.Ap.76, Bio l.c., Nonn.D.14.211, ἀλωαί Theoc.25.30, δ. Γεραιστός del cabo Geresto, al sur de Eubea, A.R.3.1244, AP 9.668 (Marian.), οὔρεα SEG 32.793.8 (Italia II/III d.C.), ἄγχεα Orph.A.433, de una ciu., Nonn.D.26.296.
2 relativo a los árboles πόθος Opp.H.4.270.
3 arbóreo, parecido a un arbol o planta γράμματα δενδρήεντα ... ὑακίνθων letras parecidas a un árbol que se ven en los jacintos (probablemente que recuerdan la Y), Nonn.D.3.154, ἀχάτης δ. ágata arbórea Orph.L.236, v. δενδραχάτης.
Greek Monolingual
δενδρήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος δένδρα, πολύδενδρος («νῆσος δενδρήεσσα», Οδ.)
2. ο σχετικός με δένδρο ή δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρεον αναλογικά προς τα επίθετα σε -ήεις (πρβλ. φωνήεις)].
Greek Monotonic
δενδρήεις: -εσσα, -εν (δένδρον), δενδρώδης, δασώδης, σε Ομήρ. Οδ.