δυσπροσόρμιστος: Difference between revisions

From LSJ

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπροσόρμιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει κατάλληλη [[πρόσβαση]] από τη [[θάλασσα]].
|mltxt=[[δυσπροσόρμιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει κατάλληλη [[πρόσβαση]] από τη [[θάλασσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπροσόρμιστος:''' <b class="num">1)</b> неудобный для причаливания, малодоступный (πλευρὰ τῆς Σικελίας Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> (о высадке) трудный ([[ἀπόβασις]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπροσόρμιστος Medium diacritics: δυσπροσόρμιστος Low diacritics: δυσπροσόρμιστος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΟΡΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysprosórmistos Transliteration B: dysprosormistos Transliteration C: dysprosormistos Beta Code: dusproso/rmistos

English (LSJ)

ον,

   A hard to land on, having few ports, Plb.1.37.4; δ. ἀπόβασις a difficult landing, D.S.1.31.

German (Pape)

[Seite 688] ungünstig für das Landen; von der Küste Pol. 1, 37, 4; λιμήν Poll. 1, 103; ἀπόβασις, schwierige Landung, D. Sic. 1, 31.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπροσόρμιστος: -ον, εἰς ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσορμισθῇ τις, Πολύβ. 1. 37, 4· δ. ἀπόβασις, δύσκολος ἀπόβασις, Διόδ. 1. 31.

Spanish (DGE)

-ον
de difícil acceso por mar, donde es difícil atracar, que presenta pocos fondeaderos ἡ ἔξω πλευρὰ τῆς Σικελίας Plb.1.37.4, cf. 4.56.6, Sch.Call.SHell.251.3, τὸ Αἰγύπτιον πέλαγος ... ἔχει ... τὴν ἀπόβασιν τὴν ἐπὶ τὴν χώραν δ. el mar de Egipto presenta un acceso a tierra especialmente dificultoso D.S.1.31, πόλις D.S.20.74.

Greek Monolingual

δυσπροσόρμιστος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει κατάλληλη πρόσβαση από τη θάλασσα.

Russian (Dvoretsky)

δυσπροσόρμιστος: 1) неудобный для причаливания, малодоступный (πλευρὰ τῆς Σικελίας Polyb.);
2) (о высадке) трудный (ἀπόβασις Diod.).