ἐγχεσίμωρος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγχεσίμωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μάχεται με το [[έγχος]], τη [[λόγχη]].
|mltxt=[[ἐγχεσίμωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μάχεται με το [[έγχος]], τη [[λόγχη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχεσίμωρος:''' -ον, αυτός που μάχεται με [[δόρυ]], [[κοντάρι]], σε Όμηρ. (η [[κατάληξη]] <i>-μωρος</i> είναι αμφίβ., πρβλ. ἰό-μωρος, ὑλακό-μωρος).
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχεσίμωρος Medium diacritics: ἐγχεσίμωρος Low diacritics: εγχεσίμωρος Capitals: ΕΓΧΕΣΙΜΩΡΟΣ
Transliteration A: enchesímōros Transliteration B: enchesimōros Transliteration C: egchesimoros Beta Code: e)gxesi/mwros

English (LSJ)

ον,

   A fighting with the spear, Il.2.692, al., Od.3.188, Cerc.6.9: Comp., with play on μῶρος, AP11.16. (-μωρος is perh. cogn. with μάρναμαι.)

German (Pape)

[Seite 713] Bedeutung u. Ableitung unsicher; es bezeichnet wohl jedenfalls Leute, die mit Speeren kämpfen: bei Homer viermal: Odyss. 3, 188 Μυρμιδόνας ἐγχεσιμώρους, Iliad. 7, 134 Ἀρκάδες ἐγχεσίμωροι, 2, 840 Πελασγῶν ἐγχεσιμώρων, 2, 692 Μύνητα καὶ Ἐπίστροφον ἐγχεσιμώρους. Ahnlich gebildet scheinen die Homerischen Wörter ὑλακόμωρος u. ἰόμωρος zu sein und das nachhomerische σινάμωρος. Aristarch erklärte ὑλακόμωροι = ὀξύφωνοι, ἰόμωροι = οἱ τοὺς ἰοὺς ὀξεῖς ἔχοντες und dem analog ἐγχεσίμωροι, also = Leute, deren Lanzen scharf oder spitz (όξέα) sind, s. Scholl. Odyss. 14, 29 Apoll. Lex. Hom. p. 91, 25 (vgl. 62, 4). Eine neuere Ansicht s. bei Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 1 S. 295. – Compar. ἐγχεσιμωρότερος bei Ammian A. P. 11, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχεσίμωρος: -ον, ὁ διὰ τοῦ ἔχους μαχόμενος, Ἰλ. Β. 692, κτλ., Ὀδ. Γ. 188. - Περί τῆς συνθέσεως ἴδε τὴν λέξ. ἰόμωρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la lance furieuse.
Étymologie: ἔγχος, μωρός.

English (Autenrieth)

word of doubtful meaning, mighty with the spear.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
bravo con la lanza Πύλιοι τε καὶ Ἀρκάδες Il.7.134, Πελασγοί Il.2.840, cf. 692, Od.3.188, Orac.Sib.11.208, Θεσσαλοί AP 11.16.1 (Ammian.)
c. juego de palabras sobre μωρός: κ[λό] νος ἐ. turbamulta bravucona Cerc.5.9, Κύλλος δ' ἐκ τούτων ἐγχεσιμωρότερος de éstos, Cilo es el más fanfarrón con la lanza, AP 11.16.2 (Ammian.).

Greek Monolingual

ἐγχεσίμωρος, -ον (Α)
αυτός που μάχεται με το έγχος, τη λόγχη.

Greek Monotonic

ἐγχεσίμωρος: -ον, αυτός που μάχεται με δόρυ, κοντάρι, σε Όμηρ. (η κατάληξη -μωρος είναι αμφίβ., πρβλ. ἰό-μωρος, ὑλακό-μωρος).