ἔμβιος: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(11) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἔμβιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μέσα]] του ζωή, [[ζωντανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=ο (AM [[ἔμβιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μέσα]] του ζωή, [[ζωντανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έμβιος]]<br />[[γένος]] εμβιόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που διατηρεί τις ιδιότητες της ζωής [[μετά]] το [[κόψιμο]] και μπορεί να μεταφυτευθεί<br /><b>2.</b> [[ισόβιος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A having life, [Ζηνὸς] ἐργαζομένου ἔμβια τὰ ὑπὸ τῷ αἰθέρι Philostr.Her.2.19; tenacious of life, established, of trees which will bear transplanting, Thphr.CP5.6.5; of cuttings, ib.3.5.3 (Comp.); but εἰ σπέρμα ἔ. γένοιτο if the seed should germinate, ib.5.4.5, cf. Antipho Soph.15; τὸ ἔ. their living and growing, of trees, Ael.VH 13.1. 2 ἡ ἔ. ὑγρότης the moisture necessary to life, Thphr.CP1.1.3; αἷμα ἔ. τῇ γῇ πινόμενον Philostr.Im.1.24. II lasting one's whole life, ἔ. τιμωρία D.C.78.12. III ἔ. γενέσθαι recover consciousness after a swoon, Longus 2.30.
German (Pape)
[Seite 805] 1) am Leben, lebendig; Long. 2, 30; bes. von Pflanzen, die, wenn sie eingepflanzt sind, einschlagen u. gedeihen, Theophr.; vgl. Harpocr. u. B. A. 249. 333; Ael. V. H. 13, 1. – 2) τιμωρία, lebenslängliche Strafe, D. Cass. 78, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβιος: -ον, ὁ ἔχων ζωήν, ζωντανός, βιώσιμος, κυρίως ἐπὶ δένδρων, ἅπερ ἀντέχουσιν εἰς τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· τὸ ἔμβιον, ἐπίσης ἐπὶ δένδρων, Αἰλ. Π. Ἱστ. 13. 1. ΙΙ. ἔμβιος τιμωρία, τιμωρία διὰ βίου, Δίων Κ. 78. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vivant ; τὸ ἔμβιον ÉL la vie, le principe de vie.
Étymologie: ἐν, βίος.
Spanish (DGE)
-ον
1 dotado de vida, vivo (Διὸς) ἐργαζομένου ἔμβια τὰ ὑπὸ τῷ αἰθέρι Philostr.Her.29.7, (ἀνδριάς) ἔ. ... καὶ κινούμενος Synes.Regn.29.
2 que se mantiene vivo, vivaz, resistente ref. a plantas, Thphr.CP 5.6.5
•de injertos que ha agarrado o prendido Thphr.CP 3.5.3, cf. 1.4.3
•neutro subst. τὸ ἔμβιον la vivacidad, frondosidad de árboles bien regados, Ael.VH 13.1
•vívido de imágenes mentales, Synes.Insomn.15.
3 que revive παμπάλαιος ἱστορία ἔ. la historia más antigua que vuelve a suceder Synes.Prouid.2.7
•que recobra el sentido ἔ. γενέσθαι después de un desmayo, Longus 2.30.
4 que dura toda la vida humana, de por vida τιμωρία D.C.78.12.1.
5 que cobra vida, que se aviva, que inicia el proceso vital fig. εἰ ... ἡ σηπεδὼν τοῦ ξύλου ἔ. γένοιτο si se avivara la putrefacción de la madera Antipho Soph.B 15, αἷμα ἔμβιον τῇ γῇ γινόμενον la sangre (de Jacinto) haciéndose viva (al caer) en la tierra da su color al jacinto, Philostr.Im.1.24
•de semillas que germina, germinante εἰ ἐπιπέσοι σπέρμα καὶ ἔμβιον γένοιτο si cayera una semilla y germinara Thphr.CP 5.4.5.
6 vivificante, vital ὑγρότης Thphr.CP 1.1.3.
Greek Monolingual
ο (AM ἔμβιος, -ον)
αυτός που έχει μέσα του ζωή, ζωντανός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έμβιος
γένος εμβιόπτερων εντόμων
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που διατηρεί τις ιδιότητες της ζωής μετά το κόψιμο και μπορεί να μεταφυτευθεί
2. ισόβιος.