ἐνδιδύσκω: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(11) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνδιδύσκω]] (AM)<br />[[ντύνω]] κάποιον με [[κάτι]] («ἐνδιδύσκουσιν αὐτόν πορφύρᾳ», «καὶ [[ἱμάτιον]] οὐκ ἐνεδιδύσκετο»). | |mltxt=[[ἐνδιδύσκω]] (AM)<br />[[ντύνω]] κάποιον με [[κάτι]] («ἐνδιδύσκουσιν αὐτόν πορφύρᾳ», «καὶ [[ἱμάτιον]] οὐκ ἐνεδιδύσκετο»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνδῐδύσκω:''' φορώ σε κάποιον [[κάτι]], <i>τινά τι</i>, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., ντύνομαι, φορώ πάνω μου, στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A put on, τινά τι LXX 2 Ki.1.24, Ev.Marc.15.17:—Med., put on oneself, Ev.Luc.8.27, J.BJ7.2.2 (Act. is v.l.): written ἐνδυδισκόμενος SIG2857.13 (Delph.). II clothe, τινὰ ἱματίῳ Gp.16.21.9.
German (Pape)
[Seite 834] anziehen, N. T. u. a. Sp., auch pass.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδῐδύσκω: ἐνδύω, τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Α΄, 24)· ἐνδιδύσκουσιν αὐτὸν πορφύραν Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 17 (Lachm) ἀντὶ ἐνδύουσιν. ― Μέσ., ἐνδύομαι, φορῶ, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 27.
French (Bailly abrégé)
revêtir : τινά τι qqn de qch;
Moy. ἐνδιδύσκομαι se revêtir de, acc..
Étymologie: ἐν, φιλοχωρέω.
Spanish (DGE)
1 vestir c. doble ac. ἐπὶ Σαουλ κλαύσατε τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα llorad a Saúl el que os vestía de rojo escarlata, LXX 2Re.1.24, cf. Eu.Marc.15.17, αὐτὸν τὴν ἐντάφιον στολήν A.Thom.A 23, c. ac. y dat. instrum. τὸν ὄνον ... τοιούτῳ ἱματίῳ Gp.16.21.9.
2 vestirse, ponerse c. ac. del vestido λευκοὺς χιτωνίσκους I.BI 7.29
•en v. med. mismo sent. πορφύραν καὶ βύσσον Cyr.Al.Luc.1.241.39.
3 en v. med., abs. vestirse, proveerse de vestimenta, SIG2 857.13 (Delfos II a.C.).
English (Strong)
a prolonged form of ἐνδύω; to invest (with a garment): clothe in, wear.
English (Thayer)
(equivalent to ἐνδύω (cf. Buttmann, 56 (49))); imperfect middle ἐνεδιδυσκομην; to put on, clothe: τινα πορφύραν, L T Tr WH; middle to put on oneself, be clothed in (with the accusative Buttmann, 191 (166); Winer's Grammar, § 32,5): ἱμάτιον, R G L Tr marginal reading); πορφύραν, βύσσον, Josephus, b. j. 7,2).
Greek Monolingual
ἐνδιδύσκω (AM)
ντύνω κάποιον με κάτι («ἐνδιδύσκουσιν αὐτόν πορφύρᾳ», «καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο»).
Greek Monotonic
ἐνδῐδύσκω: φορώ σε κάποιον κάτι, τινά τι, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., ντύνομαι, φορώ πάνω μου, στο ίδ.