έοικα: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(12)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔοικα]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μοιάζω]], [[φαίνομαι]] όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ [[μάλιστα]] μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μοιάζω]] με κάποιον σε [[κάτι]] («τά γ' [[ὄπισθε]] Μαχάονι [[πάντα]] ἔοικεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φαίνομαι]] ότι [[πράττω]] [[κάτι]] («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> μού φαίνεται, [[νομίζω]] («[[ἔοικα]] δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἔοικε</i><br />α) <b>φρ.</b> «ὡς ἔοικε» — [[καθώς]] φαίνεται<br />β) (σε [[απάντηση]]) <i>ἔοικε</i><br />[[έτσι]] φαίνεται, φαίνεται πως [[έτσι]] έχει το [[πράγμα]]<br /><b>6.</b> αρμόζει («τὸ μὲν ἀπιέναι άπὸ πολεμίων οὐδενὶ καλῷ ἔοικε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἐοικώς</i>, -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i> και [[εἰκώς]], <i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br />α) όμοιος με κάποιον<br />β) [[κατάλληλος]]<br />γ) [[εύλογος]]<br />δ) [[πιθανός]]<br />ε) <b>φρ.</b> «ὡς [[εἰκός]]» — [[καθώς]] φαίνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐοικότως]] και [[εἰκότως]] (Α)<br /><b>1.</b> όμοια, ανάλογα με κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> εύλογα, όπως αναμενόταν<br /><b>3.</b> δίκαια<br /><b>4.</b> στο [[τέλος]] της προτάσεως για [[έμφαση]] («ἡ δὲ ἡμετέρα ἀρχὴ χαλεπὴ δοκεῑ [[εἶναι]], [[εἰκότως]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[έοικα]], αρχ. παρακμ. άχρηστου ενεστώτα [[είκω]], προερχόμενος από τ. <i>Fε</i>-<i>Fοικ</i>-<i>α</i>, εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ρίζας <i>weik</i>- «[[αληθεύω]], [[ομοιάζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> κυπρ. <i>Fεικόνα</i> <span style="color: red;"><</span> [[εικών]]), με την οποία σχηματίζεται η μτχ. παρακμ. <i>εοικώς</i>, όπως και το απρμφ. παρακμ. <i>εοικέναι</i>. Ο υπερσ. <i>εφκει</i> (<span style="color: red;"><</span> (<i>ε</i>)- <i>Fε</i>-<i>Fοικ</i>-<i>ει</i>) σχηματίζεται από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<i>Fωκ</i>-), ενώ η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>Fικ</i>-) εμφανίζεται στον ομ. τ. του δυϊκού αριθμού <i>έϊκτον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fικ</i>-<i>τον</i>), στη μτχ. παρακμ. <i>εικώς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fικ</i>-<i>Fώς</i>), όπως [[επίσης]] και στον «ποιητικό» ενεστώτα <i>εισκω</i> «[[παρομοιάζω]], [[συγκρίνω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fικσκω</i>), ο [[οποίος]] μαρτυρείται στον Όμηρο και στη [[Σαπφώ]], όπου απαντά και τ. [[ίσκω]] «[[καθιστώ]] [[κάτι]] παρόμοια<br />[[μαντεύω]]». Τέλος, οι ιων. τ. [[οίκα]], <i>οίκασι</i>, [[οικώς]] [[είτε]] [[είναι]] προϊόντα υφαιρέσεως από τους αντίστοιχους τ. του [[έοικα]] [[είτε]] [[είναι]] [[απλώς]] μη διπλασιασμένοι τύποι].
|mltxt=[[ἔοικα]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μοιάζω]], [[φαίνομαι]] όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ [[μάλιστα]] μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μοιάζω]] με κάποιον σε [[κάτι]] («τά γ' [[ὄπισθε]] Μαχάονι [[πάντα]] ἔοικεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φαίνομαι]] ότι [[πράττω]] [[κάτι]] («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> μού φαίνεται, [[νομίζω]] («[[ἔοικα]] δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἔοικε</i><br />α) <b>φρ.</b> «ὡς ἔοικε» — [[καθώς]] φαίνεται<br />β) (σε [[απάντηση]]) <i>ἔοικε</i><br />[[έτσι]] φαίνεται, φαίνεται πως [[έτσι]] έχει το [[πράγμα]]<br /><b>6.</b> αρμόζει («τὸ μὲν ἀπιέναι άπὸ πολεμίων οὐδενὶ καλῷ ἔοικε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἐοικώς</i>, -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i> και [[εἰκώς]], <i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br />α) όμοιος με κάποιον<br />β) [[κατάλληλος]]<br />γ) [[εύλογος]]<br />δ) [[πιθανός]]<br />ε) <b>φρ.</b> «ὡς [[εἰκός]]» — [[καθώς]] φαίνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐοικότως]] και [[εἰκότως]] (Α)<br /><b>1.</b> όμοια, ανάλογα με κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> εύλογα, όπως αναμενόταν<br /><b>3.</b> δίκαια<br /><b>4.</b> στο [[τέλος]] της προτάσεως για [[έμφαση]] («ἡ δὲ ἡμετέρα ἀρχὴ χαλεπὴ δοκεῑ [[εἶναι]], [[εἰκότως]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[έοικα]], αρχ. παρακμ. άχρηστου ενεστώτα [[είκω]], προερχόμενος από τ. <i>Fε</i>-<i>Fοικ</i>-<i>α</i>, εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ρίζας <i>weik</i>- «[[αληθεύω]], [[ομοιάζω]]» (<b>πρβλ.</b> κυπρ. <i>Fεικόνα</i> <span style="color: red;"><</span> [[εικών]]), με την οποία σχηματίζεται η μτχ. παρακμ. <i>εοικώς</i>, όπως και το απρμφ. παρακμ. <i>εοικέναι</i>. Ο υπερσ. <i>εφκει</i> (<span style="color: red;"><</span> (<i>ε</i>)- <i>Fε</i>-<i>Fοικ</i>-<i>ει</i>) σχηματίζεται από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<i>Fωκ</i>-), ενώ η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>Fικ</i>-) εμφανίζεται στον ομ. τ. του δυϊκού αριθμού <i>έϊκτον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fικ</i>-<i>τον</i>), στη μτχ. παρακμ. <i>εικώς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fικ</i>-<i>Fώς</i>), όπως [[επίσης]] και στον «ποιητικό» ενεστώτα <i>εισκω</i> «[[παρομοιάζω]], [[συγκρίνω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fικσκω</i>), ο [[οποίος]] μαρτυρείται στον Όμηρο και στη [[Σαπφώ]], όπου απαντά και τ. [[ίσκω]] «[[καθιστώ]] [[κάτι]] παρόμοια<br />[[μαντεύω]]». Τέλος, οι ιων. τ. [[οίκα]], <i>οίκασι</i>, [[οικώς]] [[είτε]] [[είναι]] προϊόντα υφαιρέσεως από τους αντίστοιχους τ. του [[έοικα]] [[είτε]] [[είναι]] [[απλώς]] μη διπλασιασμένοι τύποι].
}}
}}

Revision as of 20:35, 22 December 2018

Greek Monolingual

ἔοικα (Α)
1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.)
2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ' ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.)
3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην», Ομ. Ιλ.)
4. μού φαίνεται, νομίζωἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ», Ομ. Οδ.)
5. απρόσ. ἔοικε
α) φρ. «ὡς ἔοικε» — καθώς φαίνεται
β) (σε απάντηση) ἔοικε
έτσι φαίνεται, φαίνεται πως έτσι έχει το πράγμα
6. αρμόζει («τὸ μὲν ἀπιέναι άπὸ πολεμίων οὐδενὶ καλῷ ἔοικε», Ξεν.)
7. (μτχ.) ἐοικώς, -υῑα, -ός και εἰκώς, υῑα, -ός
α) όμοιος με κάποιον
β) κατάλληλος
γ) εύλογος
δ) πιθανός
ε) φρ. «ὡς εἰκός» — καθώς φαίνεται.
επίρρ...
ἐοικότως και εἰκότως (Α)
1. όμοια, ανάλογα με κάποιον ή κάτι
2. εύλογα, όπως αναμενόταν
3. δίκαια
4. στο τέλος της προτάσεως για έμφαση («ἡ δὲ ἡμετέρα ἀρχὴ χαλεπὴ δοκεῑ εἶναι, εἰκότως», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έοικα, αρχ. παρακμ. άχρηστου ενεστώτα είκω, προερχόμενος από τ. -Fοικ-α, εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της αρχικής ρίζας weik- «αληθεύω, ομοιάζω» (πρβλ. κυπρ. Fεικόνα < εικών), με την οποία σχηματίζεται η μτχ. παρακμ. εοικώς, όπως και το απρμφ. παρακμ. εοικέναι. Ο υπερσ. εφκει (< (ε)- -Fοικ-ει) σχηματίζεται από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας (Fωκ-), ενώ η συνεσταλμένη βαθμίδα (Fικ-) εμφανίζεται στον ομ. τ. του δυϊκού αριθμού έϊκτον (< -Fικ-τον), στη μτχ. παρακμ. εικώς (< -Fικ-Fώς), όπως επίσης και στον «ποιητικό» ενεστώτα εισκω «παρομοιάζω, συγκρίνω» (< -Fικσκω), ο οποίος μαρτυρείται στον Όμηρο και στη Σαπφώ, όπου απαντά και τ. ίσκω «καθιστώ κάτι παρόμοια
μαντεύω». Τέλος, οι ιων. τ. οίκα, οίκασι, οικώς είτε είναι προϊόντα υφαιρέσεως από τους αντίστοιχους τ. του έοικα είτε είναι απλώς μη διπλασιασμένοι τύποι].