ἐπεισοδιώδης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισοδιώδης]], -ες (Α) [[επεισόδιο]]<br /><b>1.</b> παραφορτωμένος με επεισόδια («τῶν δὲ ἁπλῶν μύθων καὶ πράξεων αἱ ἐπεισοδιώδεις εἰσὶν χείριστοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασύνδετος]], [[ασυνάρτητος]] λογικά.
|mltxt=[[ἐπεισοδιώδης]], -ες (Α) [[επεισόδιο]]<br /><b>1.</b> παραφορτωμένος με επεισόδια («τῶν δὲ ἁπλῶν μύθων καὶ πράξεων αἱ ἐπεισοδιώδεις εἰσὶν χείριστοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασύνδετος]], [[ασυνάρτητος]] λογικά.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισοδιώδης:''' <b class="num">1)</b> эпизодический, несвязный ([[μῦθος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> изобилующий эпизодическими вставками ([[ὥσπερ]] μοχθερὰ [[τραγῳδία]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 20:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισοδιώδης Medium diacritics: ἐπεισοδιώδης Low diacritics: επεισοδιώδης Capitals: ΕΠΕΙΣΟΔΙΩΔΗΣ
Transliteration A: epeisodiṓdēs Transliteration B: epeisodiōdēs Transliteration C: epeisodiodis Beta Code: e)peisodiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A episodic, incoherent, μῦθος Id.Po.1451b34: metaph., οὐκ ἔοικεν ἡ φύσις ἐ. οὖσα ὥσπερ μοχθηρὰ τραγῳδία Id.Metaph.1090b19, cf. Dam.Pr.279. Adv. -δῶς Ascl.in Metaph.142.28.    II = ἐπεισόδιος 1, adventitious, οὐ γὰρ ἔξωθεν ἐπίκτητος οὐδ' ἐ. Porph.Sent.36; ἐ. καὶ δευτέραν συνεπομένην ὑπόστασιν Iamb.Protr.3; ἐ. καὶ συμβεβηκός Dam.Pr.14; ἐ. καὶ ἀλλαχόθεν ἐφῆκον Procl.Inst.19.

German (Pape)

[Seite 912] ες, episodisch, μῦθος, erkl. Arist. poet. 9 ἐν ᾧ τὰ ἐπεισόδια μετ' ἄλληλα οὔτ' εἰκὸς οὔτε ἀνάγκη εἶναι; vgl. Metaphys. 13, 3; – Sp. auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισοδιώδης: -ες, (εἶδος) ἀσυνάρτητος, ἀσύνδετος, ἀσύναπτος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 3, 9. ΙΙ. πλήρης ἐπεισοδίων, λέγω δὲ ἐπεισοδιώδη μῦθον ἐν ᾧ τὰ ἐπεισόδια μετάλληλα οὔτ’ εἰκὸς οὔτ’ ἀνάγκη εἶναι ὁ αὐτὸς ἐν τῇ Ποιητ. 9. 11.

Greek Monolingual

ἐπεισοδιώδης, -ες (Α) επεισόδιο
1. παραφορτωμένος με επεισόδια («τῶν δὲ ἁπλῶν μύθων καὶ πράξεων αἱ ἐπεισοδιώδεις εἰσὶν χείριστοι», Αριστοτ.)
2. ασύνδετος, ασυνάρτητος λογικά.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισοδιώδης: 1) эпизодический, несвязный (μῦθος Arst.);
2) изобилующий эпизодическими вставками (ὥσπερ μοχθερὰ τραγῳδία Arst.).