ἐπίμαχος: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμαχος]], -ον) [[επιμάχομαι]]<br />αυτός για την [[απόκτηση]] του οποίου γίνεται [[μάχη]] («τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται πολλή [[συζήτηση]], αμφισβητούμενος («επίμαχο [[ζήτημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[επίμαχος]]<br />[[πτηνό]] της οικογένειας τών παραδεισίων με πολύ [[μακριά]] [[ουρά]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[έτοιμος]] για [[μάχη]], ο [[ετοιμοπόλεμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευπρόσβλητος]], [[ευκολοκυρίευτος]] («τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ [[χωρίον]] τῆς ἀκροπόλιος»)<br /><b>2.</b> [[απόρθητος]]<br /><b>3.</b> [[σύμμαχος]], [[βοηθός]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμαχος]], -ον) [[επιμάχομαι]]<br />αυτός για την [[απόκτηση]] του οποίου γίνεται [[μάχη]] («τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται πολλή [[συζήτηση]], αμφισβητούμενος («επίμαχο [[ζήτημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[επίμαχος]]<br />[[πτηνό]] της οικογένειας τών παραδεισίων με πολύ [[μακριά]] [[ουρά]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[έτοιμος]] για [[μάχη]], ο [[ετοιμοπόλεμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευπρόσβλητος]], [[ευκολοκυρίευτος]] («τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ [[χωρίον]] τῆς ἀκροπόλιος»)<br /><b>2.</b> [[απόρθητος]]<br /><b>3.</b> [[σύμμαχος]], [[βοηθός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίμᾰχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), ευκολοπολέμητος, [[ευπρόσβλητος]] στη [[μάχη]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για [[χώρα]], ευπρόσβλητη, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A that may easily be attacked, assailable, of fortified places, opp. ἄμαχος, Hdt.1.84; ἐκ τῆς γῆς ἐ. Th.4.31, cf. 35; τὰ -ώτατα ib.4; τῇ τὸ -ώτατον ἦν τοῦ χωρίου Hdt. 9.21, cf.6.133, X.An.5.4.14. II. contended for, contested, Hld.8.1. III. equipped for battle, Thom.Mag.p.113R.; epith. of Πλούτων, GDI3520 (Cnidus), cf.SIG1014.61 (Erythrae, iii B.C.). IV. ally, helper, Ph.1.659, Hsch.; ἐ. χωρία impregnable, Ph.2.383 (v.l. ἀπο-), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 960] 1) leicht anzugreifen, angreifbar, von einem Orte, der einen leichten Angriff gestattet, τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ χωρίον τῆς ἀκροπόλιος, im Ggstz von ἄμαχος, Her. 1, 84, wie τῇ μάλιστα ἔσκε ἐπίμαχον τοῦ τείχους 6, 133; superl., 9, 21; ὃ ἦν ἔκ τε θαλάσσης ἀπόκρημνον καὶ ἐκ τῆς γῆς ἥκιστα ἐπίμαχον Thuc. 4, 31; Xen. Hell. 7, 1, 35 u. Sp. – 2) = σύμμαχος, Sp., wie Porphyr. – 3) kampffertig, Thom. Mag. – 4) worüber man kämpft, streitig, Hel. 8, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμᾰχος: -ον, (μάχομαι) ὃν δύναταί τις εὐκόλως νὰ προσβάλῃ, εὐπρόσβλητος, ἐπὶ ὠχυρωμένων θέσεων, ὡς τὸ ἐπιβατὸς καὶ ἐπίδρομος, ἀντίθετον τῷ ἄμαχος, Ἡρόδ. 1. 84· ἥκιστα ἐπίμαχον Θουκ. 4. 31, 35, κτλ. (ὁ Ἡσύχ. σφάλλεται λέγων: «ἐπίμαχον χωρίον· ὃ οὐ δύναταί τις προσιέναι μαχόμενος»· ἀλλὰ πιθαν. ἑρμηνεύων νὰ εἶχε κατὰ νοῦν τό τοῦ Θουκ. ἥκιστα ἐπίμαχον): - ἐπὶ χώρας ἐν γένει, εὐπρόσβληπτος, ᾗ τὸ ἐπιμαχώτατον ἦν τοῦ χωρίου Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 6. 133, Θουκ. 4, 4, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 14· «ἐπίμαχον χωρίον, ἐφ’ ᾧ δύναταί τις μάχην ἐπενεγκεῖν» Θωμ. Μ. 349. ΙΙ. παρεσκευασμένος εἰς μάχην, «ἐπίμαχον στράτευμα, τὸ ἐπιτήδειον μάχεσθαι» Θωμ. Μάγ. ἔνθ’ ἀνωτ., οὕτω δὲ καὶ Πλούτωνι ἐπιμάχῳ Ἐπιγρ. Κνιδ. Newton ’s Halic. ΙΙΙ. = περιμάχητος, διαφιλονεικούμενος, καὶ τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν Ἡλιόδ. 8, 1, ἔνθα ὁ Κοραῆς σημειοῦται (τ. 2. σ. 374) «Ἡλιόδωρος δὲ ἐπίμαχον λέγει τὴν πόλιν τὰς Φίλας, σχεδόν τι ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ περιμάχητος, τουτέστι περὶ ἧς μάχῃ καὶ ἀμφισβήτησις ἦν ἀεί».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à attaquer, à prendre;
Sp. ἐπιμαχώτατος.
Étymologie: ἐπί, μάχη.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίμαχος, -ον) επιμάχομαι
αυτός για την απόκτηση του οποίου γίνεται μάχη («τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν»)
νεοελλ.
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολλή συζήτηση, αμφισβητούμενος («επίμαχο ζήτημα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο επίμαχος
πτηνό της οικογένειας τών παραδεισίων με πολύ μακριά ουρά
αρχ.-μσν.
ο έτοιμος για μάχη, ο ετοιμοπόλεμος
αρχ.
1. ευπρόσβλητος, ευκολοκυρίευτος («τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ χωρίον τῆς ἀκροπόλιος»)
2. απόρθητος
3. σύμμαχος, βοηθός.
Greek Monotonic
ἐπίμᾰχος: -ον (μάχομαι), ευκολοπολέμητος, ευπρόσβλητος στη μάχη, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για χώρα, ευπρόσβλητη, στον ίδ.