ἐρίδματος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρίδματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο ισχυρά, [[στερεά]] κτισμένος<br /><b>2.</b> ο [[ακατάβλητος]] («[[ἔρις]] [[ἐρίδματος]]» — η ακατάβλητη [[έριδα]] ή, [[κατά]] διαφορετική [[ερμηνεία]], η [[έριδα]] που καταβάλλει [[πάρα]] πολύ, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>δματος</i> (<i>δέμ</i>-<i>ω</i>)]. | |mltxt=[[ἐρίδματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο ισχυρά, [[στερεά]] κτισμένος<br /><b>2.</b> ο [[ακατάβλητος]] («[[ἔρις]] [[ἐρίδματος]]» — η ακατάβλητη [[έριδα]] ή, [[κατά]] διαφορετική [[ερμηνεία]], η [[έριδα]] που καταβάλλει [[πάρα]] πολύ, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>δματος</i> (<i>δέμ</i>-<i>ω</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρίδμᾱτος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που είναι κτισμένος [[πολύ]] γερά, δηλ. [[ανίκητος]], [[ακατάβλητος]], ή (από το [[δαμάω]]) καθυποταγμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (δέμω)
A strongly-built, i.e. immovable, unconquerable, ἔρις ἐ. A.Ag.1461(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1028] sehr bändigend, ἔρις, Aesch. Ag. 1440, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίδμᾱτος: -ον, (δέμω), ἰσχυρῶς ἐκτισμένος, δηλ. ἀκίνητος, ἀκατάβλητος, ἔρις ἐρ. (πρβλ. θεόδμητος, εὔδμητος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1461: - ὁ Ἕρμαννος ἀναφέρει τὴν λέξ. εἰς τὸ δαμάω, ἐρίδματος ἀνδρὸς ὀϊζὺς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., λίαν δαμάζουσα, καταβάλλουσα τὸν ἄνδρα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor.
établi solidement, inexpugnable.
Étymologie: ἐρι-, δέμω.
Greek Monolingual
ἐρίδματος, -ον (Α)
1. ο ισχυρά, στερεά κτισμένος
2. ο ακατάβλητος («ἔρις ἐρίδματος» — η ακατάβλητη έριδα ή, κατά διαφορετική ερμηνεία, η έριδα που καταβάλλει πάρα πολύ, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -δματος (δέμ-ω)].
Greek Monotonic
ἐρίδμᾱτος: -ον (δέμω), αυτός που είναι κτισμένος πολύ γερά, δηλ. ανίκητος, ακατάβλητος, ή (από το δαμάω) καθυποταγμένος.