ἐρισφάραγος: Difference between revisions

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρισφάραγος]], -ον (Α)<br />(για τον Ποσειδώνα και τον Δία) αυτός που ηχεί [[δυνατά]], ο [[μεγαλόφωνος]] («Ζηνὸς ἐρισφαράγου», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σφάραργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφαραγούμαι]] «[[σφριγώ]]») (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερισπάραγος</i>)].
|mltxt=[[ἐρισφάραγος]], -ον (Α)<br />(για τον Ποσειδώνα και τον Δία) αυτός που ηχεί [[δυνατά]], ο [[μεγαλόφωνος]] («Ζηνὸς ἐρισφαράγου», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σφάραργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφαραγούμαι]] «[[σφριγώ]]») (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερισπάραγος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρισφάρᾰγος:''' -ον, αυτός που βροντά [[δυνατά]], [[βροντερός]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρισφάρᾰγος Medium diacritics: ἐρισφάραγος Low diacritics: ερισφάραγος Capitals: ΕΡΙΣΦΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: erispháragos Transliteration B: erispharagos Transliteration C: erisfaragos Beta Code: e)risfa/ragos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A loud-roaring, of Poseidon, h.Merc.187 ; of Zeus, Pi.Fr.15, B.5.20 ; loud-voiced, of men, Plu.2.698e.

German (Pape)

[Seite 1031] laut tosend, brausend, Poseidon, H. h. Merc. 187; Pind. frg. 263; πατὴρ πάντων Ep. ad. 522 (IX, 521).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, σφαραγέομαι.

English (Slater)

ἐρισφᾰρᾰγος
   1 loud thundering ἐρισφα ράγ[ου] πατ[ρός (i. e. Zeus: supp. Lobel) fr. 6a. d, = fr. 15 Schr.

Greek Monolingual

ἐρισφάραγος, -ον (Α)
(για τον Ποσειδώνα και τον Δία) αυτός που ηχεί δυνατά, ο μεγαλόφωνος («Ζηνὸς ἐρισφαράγου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σφάραργος (< σφαραγούμαι «σφριγώ») (πρβλ. ερισπάραγος)].

Greek Monotonic

ἐρισφάρᾰγος: -ον, αυτός που βροντά δυνατά, βροντερός, σε Ομηρ. Ύμν.