ἕστωρ: Difference between revisions
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[ἕστωρ]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλικό [[τεμάχιο]] κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως [[πόλος]] για την [[περιστροφή]] του κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάσσαλος]] στο [[άκρο]] του ρυμού του ζυγού, ο [[οποίος]] φέρει δύο κρίκους απ' όπου διέρχονται τα εσωτερικά [[ηνία]] («ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλον» — έβαλαν τον κρίκο [[πάνω]] στον πάσσαλο τον μπηγμένο στο [[άκρο]] του ρυμού, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάγεται [[πιθανώς]] στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wers</i>- «υπερυψωμένος [[τόπος]]» με [[επίθημα]] -<i>tor</i>- (> αρχ. ελλ. -<i>τωρ</i>) [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>vars</i>-<i>man</i> «[[γήλοφος]], ύψωμα». Η ύπαρξη παράλληλου τ. [[έκτωρ]] οδήγησε άλλους στον συσχετισμό με το ρ. <i>έχω</i>: <i>σχειν</i> > <i>έσχτωρ</i> > [[έστωρ]] και [[έκτωρ]]. Ξενίζει [[πάντως]] το [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> σε [[ονομασία]] αντικειμένου όπου θα περίμενε [[κανείς]] το -<i>τηρ</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ἕστωρ]], <i>ὁ</i> (Α)<br /><b>επιγρ.</b> ο [[ιδρυτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[έζομαι]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[ἕστωρ]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλικό [[τεμάχιο]] κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως [[πόλος]] για την [[περιστροφή]] του κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάσσαλος]] στο [[άκρο]] του ρυμού του ζυγού, ο [[οποίος]] φέρει δύο κρίκους απ' όπου διέρχονται τα εσωτερικά [[ηνία]] («ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλον» — έβαλαν τον κρίκο [[πάνω]] στον πάσσαλο τον μπηγμένο στο [[άκρο]] του ρυμού, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάγεται [[πιθανώς]] στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wers</i>- «υπερυψωμένος [[τόπος]]» με [[επίθημα]] -<i>tor</i>- (> αρχ. ελλ. -<i>τωρ</i>) [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>vars</i>-<i>man</i> «[[γήλοφος]], ύψωμα». Η ύπαρξη παράλληλου τ. [[έκτωρ]] οδήγησε άλλους στον συσχετισμό με το ρ. <i>έχω</i>: <i>σχειν</i> > <i>έσχτωρ</i> > [[έστωρ]] και [[έκτωρ]]. Ξενίζει [[πάντως]] το [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> σε [[ονομασία]] αντικειμένου όπου θα περίμενε [[κανείς]] το -<i>τηρ</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ἕστωρ]], <i>ὁ</i> (Α)<br /><b>επιγρ.</b> ο [[ιδρυτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[έζομαι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἕστωρ:''' -ορος, ὁ, [[ξυλόπροκα]] στην [[άκρη]] πασσάλου, που διαπερνά το [[άρμα]] και έχει προσαρτημένο έναν κρίκο ([[κρίκος]]), σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A peg at the end of the pole, passing through the yoke and having a ring (κρίκος) affixed, prob. for passing the inside reins through, Il.24.272 (v.l. ἕκτορι), Aristobul.7 J.
German (Pape)
[Seite 1045] ὁ, ein Pflock oder Nagel vorn an der Wagendeichsel, über den der Ring, κρίκος, gehängt wurde, an welchen man die Riemen der Zugthiere anknüpfte, Il. 24, 272; vgl. Arr. An. 2, 3, 11; Plut. Alex. 18. Wahrscheinlich von ἕξω oder ἵημι, vgl. Lob. Paralip. p. 430. Andere lesen bei Hom. ἕκτωρ von ἔχω, der Haltnagel.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
cheville qui tient le joug attaché au timon.
Étymologie: ἕζομαι ; sel. d’autres ἕκτωρ, de ἔχω.
English (Autenrieth)
ορος: bolt at the end of the pole of a chariot, yoke-pin, Il. 24.272†. (See cut; cf. also No. 46.)
Greek Monolingual
(I)
(Α ἕστωρ, ὁ)
νεοελλ.
μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως πόλος για την περιστροφή του κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων
αρχ.
πάσσαλος στο άκρο του ρυμού του ζυγού, ο οποίος φέρει δύο κρίκους απ' όπου διέρχονται τα εσωτερικά ηνία («ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλον» — έβαλαν τον κρίκο πάνω στον πάσσαλο τον μπηγμένο στο άκρο του ρυμού, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάγεται πιθανώς στην ΙΕ ρίζα wers- «υπερυψωμένος τόπος» με επίθημα -tor- (> αρχ. ελλ. -τωρ) οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. vars-man «γήλοφος, ύψωμα». Η ύπαρξη παράλληλου τ. έκτωρ οδήγησε άλλους στον συσχετισμό με το ρ. έχω: σχειν > έσχτωρ > έστωρ και έκτωρ. Ξενίζει πάντως το επίθημα -τωρ σε ονομασία αντικειμένου όπου θα περίμενε κανείς το -τηρ].———————— (II)
ἕστωρ, ὁ (Α)
επιγρ. ο ιδρυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έζομαι].
Greek Monotonic
ἕστωρ: -ορος, ὁ, ξυλόπροκα στην άκρη πασσάλου, που διαπερνά το άρμα και έχει προσαρτημένο έναν κρίκο (κρίκος), σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).