εὐστοχία: Difference between revisions

From LSJ

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐστοχία]], Α και εὐστοχίη) [[εύστοχος]]<br /><b>1.</b> η [[δεξιότητα]] στην [[επιτυχία]] του σκοπού, η [[επιτυχία]] βολής (α. «ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[ευστοχία]] πυροβόλου»)<br /><b>2.</b> η [[επιδεξιότητα]] στο να παίρνει [[κάποιος]] τις σωστές αποφάσεις και να δράττεται της σωστής ευκαιρίας<br /><b>3.</b> [[ορθότητα]] σκέψεως, [[οξύνοια]], [[ευφυΐα]] («ἔστι δὲ [[εὐστοχία]] τις ἡ [[ἀγχίνοια]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ζωγράφους) [[δεξιότητα]] στην [[απεικόνιση]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐστοχία]], Α και εὐστοχίη) [[εύστοχος]]<br /><b>1.</b> η [[δεξιότητα]] στην [[επιτυχία]] του σκοπού, η [[επιτυχία]] βολής (α. «ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[ευστοχία]] πυροβόλου»)<br /><b>2.</b> η [[επιδεξιότητα]] στο να παίρνει [[κάποιος]] τις σωστές αποφάσεις και να δράττεται της σωστής ευκαιρίας<br /><b>3.</b> [[ορθότητα]] σκέψεως, [[οξύνοια]], [[ευφυΐα]] («ἔστι δὲ [[εὐστοχία]] τις ἡ [[ἀγχίνοια]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ζωγράφους) [[δεξιότητα]] στην [[απεικόνιση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐστοχία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ικανότητα]], [[επιδεξιότητα]] στο [[σημάδι]] ενός στόχου, καλό [[σημάδι]], σε Ευρ.· <i>χερὸς εὐστ</i>., περιφρ. λέγεται για [[τόξο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ταχύτητα]] στην [[πρόβλεψη]], [[εκτίμηση]], [[οξύνοια]], ευφυία, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστοχία Medium diacritics: εὐστοχία Low diacritics: ευστοχία Capitals: ΕΥΣΤΟΧΙΑ
Transliteration A: eustochía Transliteration B: eustochia Transliteration C: efstochia Beta Code: eu)stoxi/a

English (LSJ)

Ep. εὐστοχίη, ἡ,

   A skill in shooting at a mark, good aim, ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται E.IT1239 (lyr.), cf. Call. Dian.217, Pancrat.Oxy.1085.8; χερὸς εὐ., periphr. for a bow, E.Tr. 812 (lyr.): in later Prose, D.S.5.18: pl., Id.3.25: metaph., εὐ. καὶροῦ Plu.2.74d.    II metaph., sagacity, shrewdness, Arist.EN1142b2, Plb.18.33.7; χειρῶν εὐ., of artists, D.H.Comp.25, cf. APl.4.310 (Damocharis), etc.; εὐ. μνήμης Ph.Fr.11 H.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστοχία: ἡ, τὸ εὖ στοχάζεσθαι, εὐστόχως βάλλειν, ἐπιτυχία, ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται Εὐρ. Ι. Τ. 1239· χερὸς εὐστ., περιφρ. ἀντὶ τόξου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 811: - μεταφ., εὐστ. καιροῦ Πλούτ. 2. 74D. ΙΙ. μεταφ., ὀξύτης, εὐφυΐα, ἀγχίνοια, Λατ. acumen, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6, 9, 2· χειρῶν εὐστ., ἐπὶ ζωγράφων, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 310.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 habileté à viser, à toucher le but;
2 habileté à saisir l’occasion.
Étymologie: εὔστοχος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐστοχία, Α και εὐστοχίη) εύστοχος
1. η δεξιότητα στην επιτυχία του σκοπού, η επιτυχία βολής (α. «ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται», Ευρ.
β. «ευστοχία πυροβόλου»)
2. η επιδεξιότητα στο να παίρνει κάποιος τις σωστές αποφάσεις και να δράττεται της σωστής ευκαιρίας
3. ορθότητα σκέψεως, οξύνοια, ευφυΐα («ἔστι δὲ εὐστοχία τις ἡ ἀγχίνοια», Αριστοτ.)
4. (για ζωγράφους) δεξιότητα στην απεικόνιση.

Greek Monotonic

εὐστοχία: ἡ,
I. ικανότητα, επιδεξιότητα στο σημάδι ενός στόχου, καλό σημάδι, σε Ευρ.· χερὸς εὐστ., περιφρ. λέγεται για τόξο, στον ίδ.
II. μεταφ., ταχύτητα στην πρόβλεψη, εκτίμηση, οξύνοια, ευφυία, σε Αριστ.