εφεδρεύω: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
(15) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ἐφεδρεύω]]) [[έφεδρος]]<br />[[παραμένω]] σε [[αναμονή]] [[έτοιμος]] για [[δράση]], [[είμαι]] σε [[επιφυλακή]], [[παραμονεύω]], [[ενεδρεύω]] (α. «[[ὅταν]] εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ.<br />β. «ἐκεῑ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ [[ἱερόν]]», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εδρεύω]], [[κάθομαι]], στηρίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[ἄγχος]] ἐφεδρεῡον κάρᾳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επωάζω]]<br /><b>3.</b> [[καταλύω]], [[σταματώ]] σε κάποιον [[τόπο]]<br /><b>4.</b> [[καταλαμβάνω]] κάποιον [[τόπο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (για ασθένειες) [[επαπειλώ]], επικρέμαμαι<br /><b>5.</b> [[παραμένω]] ως [[εφεδρεία]] τών μαχόμενων τμημάτων του στρατού («ἀλλὰ τὰ μὲν ἐφεδρεύει τῶν μερῶν αὐτοῑς, τὰ δὲ συμμίσγει τοῑς πολεμίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επιτηρώ]], [[επιστατώ]] («Ἄρατος ἐφήδρευε τῇ | |mltxt=(ΑΜ [[ἐφεδρεύω]]) [[έφεδρος]]<br />[[παραμένω]] σε [[αναμονή]] [[έτοιμος]] για [[δράση]], [[είμαι]] σε [[επιφυλακή]], [[παραμονεύω]], [[ενεδρεύω]] (α. «[[ὅταν]] εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ.<br />β. «ἐκεῑ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ [[ἱερόν]]», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εδρεύω]], [[κάθομαι]], στηρίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[ἄγχος]] ἐφεδρεῡον κάρᾳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επωάζω]]<br /><b>3.</b> [[καταλύω]], [[σταματώ]] σε κάποιον [[τόπο]]<br /><b>4.</b> [[καταλαμβάνω]] κάποιον [[τόπο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (για ασθένειες) [[επαπειλώ]], επικρέμαμαι<br /><b>5.</b> [[παραμένω]] ως [[εφεδρεία]] τών μαχόμενων τμημάτων του στρατού («ἀλλὰ τὰ μὲν ἐφεδρεύει τῶν μερῶν αὐτοῑς, τὰ δὲ συμμίσγει τοῑς πολεμίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επιτηρώ]], [[επιστατώ]] («Ἄρατος ἐφήδρευε τῇ τοῦ σίτου [[κομιδῇ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> (για αθλητή που ευνοήθηκε [[κατά]] την [[κλήρωση]]) [[περιμένω]] να αγωνιστώ με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐφεδρεύω) έφεδρος
παραμένω σε αναμονή έτοιμος για δράση, είμαι σε επιφυλακή, παραμονεύω, ενεδρεύω (α. «ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ.
β. «ἐκεῑ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ ἱερόν», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. εδρεύω, κάθομαι, στηρίζομαι πάνω σε κάτι («ἄγχος ἐφεδρεῡον κάρᾳ», Ευρ.)
2. επωάζω
3. καταλύω, σταματώ σε κάποιον τόπο
4. καταλαμβάνω κάποιον τόπο
4. μτφ. (για ασθένειες) επαπειλώ, επικρέμαμαι
5. παραμένω ως εφεδρεία τών μαχόμενων τμημάτων του στρατού («ἀλλὰ τὰ μὲν ἐφεδρεύει τῶν μερῶν αὐτοῑς, τὰ δὲ συμμίσγει τοῑς πολεμίοις», Πολ.)
6. επιτηρώ, επιστατώ («Ἄρατος ἐφήδρευε τῇ τοῦ σίτου κομιδῇ», Πολ.)
7. (για αθλητή που ευνοήθηκε κατά την κλήρωση) περιμένω να αγωνιστώ με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων.